ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Κρητικός χορός: Πεντοζάλης

Ο πεντοζάλης, ένας χορός ιδιαίτερα διαδεδομένος σε ολόκληρη την Κρήτη, χορεύεται από άνδρες και γυναίκες.

Συνοδεύεται από πλήθος μελωδιών, τις γνωστές κοντυλιές. Η λέξη από τον κόντυλα, το στέλεχος του καλαμιού, με το οποίο κατασκευάζονταν τα χαμπιόλια, δηλαδή τα κρητικά πνευστά[1], αρχικά σήμαινε τη μουσική του πνευστού, αργότερα όμως πήρε διπλή έννοια: αφενός της μουσικής γενικά, ιδίως μάλιστα εκείνης που παίζεται με δοξάρι (από λύρα ή βιολί), αντί για την ορθότερη λέξη «δοξαριά», αφετέρου της μελωδικής φράσης του σιγανού, δηλαδή του τμήματος ενός ευρύτερου μουσικού σκοπού, που συναρμολογείται βάζοντας πολλές τέτοιες φράσεις (πολλές κοντυλιές) μαζί, συνήθως κατά την προτίμηση του καλλιτέχνη, που αυτοσχεδιάζει διαλέγοντας κοντυλιές από τα αποθέματα που έχει στη μνήμη του.

Ο καλός μουσικός έχει πλούσια αποθέματα (κατέχει πολλές κοντυλιές ή –το καλύτερο– βγάνει και δικές του) και ξέρει να τα συναρμολογεί ταιριαστά (ανάλογα με το ποια ταιριάζουν μεταξύ τους), να παίζει ρυθμικά (να μη «χάνει το χρόνο», ιδίως όταν χορεύουνε και δεν τραγουδούνε μόνο οι μερακλήδες) και φυσικά ν’ αποδίδει το συναισθηματικό φορτίο της συντροφιάς με το ύφος του παιξίματός του (συνήθως ολόκληρης της συντροφιάς, όχι μόνο το δικό του, γιατί λειτουργεί ο βάρδος της κοινότητας). Οι κοντυλιές ήταν, και είναι, οι κατ’ εξοχήν τραγουδιστικές μελωδίες, στις οποίες διασταυρώνονταν οι μαντινάδες ή λέγονταν μακροσκελείς ρίμες από όλους τους παρεϊστάδες ή τους γλεντιστάδες, είτε χόρευαν είτε όχι.

Ο χορός συνήθως ξεκινάει με άντρες και γυναίκες πιασμένους κυκλικά, γύρω από τον οργανοπαίχτη, που τραγουδάνε μεταξύ τους με τρόπο που μας θυμίζει τις περιγραφές για το αρχαίο υπόρχημα. Το υπόρχημα[2] ήταν μια αρχέγονη μορφή δραματικής ποίησης που καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε στην Κρήτη. Σχετιζόταν με τη λατρεία του Δία, του Κρόνου, των Τιτάνων και των Κουρητών και ήταν χορός στην οποία συμμετείχε μεγάλη ομάδα χορευτών και συνοδεύονταν με μίμηση κινήσεων, μουσική και τραγούδι. Οι χορευτές ήταν ένοπλοι  και τραγουδούσαν με το ρυθμό που έδινε ο κιθαριστής από την κιθάρα του.

Ο πιο δημοφιλής χορός της Κρήτης λοιπόν, ο Πεντοζάλης αποτελεί επίκεντρο αρκετών συζητήσεων τα τελευταία χρόνια.

Διάφορες θεωρίες, που διατυπώνονται χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση, μας αναγκάζουν να κάνουμε την παρακάτω αναφορά.  Αμφισβητείται κυρίως η ονομασία του και η σχέση του σιγανού με τον πηδηχτό. Δε μπορούμε στο παρόν κείμενο να  ασχοληθούμε με τους διάφορους ισχυρισμούς περί κατασκευής του χορού σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή καθώς και την προέλευση του ονόματος του κατά την επιθυμία των δημιουργών της θεωρίας, καθώς ακόμα ψάχνουμε τα υπόλοιπα τέσσερα …ζάλα! Ας μην επεκταθούμε όμως παραπάνω, όποιος θέλει να μάθει περισσότερα ας απευθυνθεί στην βιβλιογραφία των εν λόγω πηγών, των οποίων η επιστημονική «αξία» είναι παραπάνω από προφανής. Χαρακτηρίζονται από την επανάληψη των πληροφοριών παλιότερων έργων χωρίς να προσθέτουν κάτι νεότερο που να δικαιολογεί την έκδοση τους, ενώ συχνά οι παραπομπές τους αποσκοπούν μόνο στη δημιουργία «εντυπώσεων»…

Από τη μικρή αναζήτηση μας σε γραπτές πηγές συμπεραίνουμε ότι ο πεντοζάλης έχει ιδιαίτερη θέση στις αναφορές των περιηγητών, ιστορικών, ερευνητών, μουσικών, λαογράφων και επισκεπτών της Κρήτης.

Η πρώτη, ονομαστική αναφορά στον χορό γίνεται από τον Εμμανουήλ Βυβιλάκη το 1840.

Πιο συγκεκριμένα, ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης από τις Βρύσες Αμαρίου του νομού Ρεθύμνου στην εργασία του “Neugriechisches Leben, verglichen mit dem Altgriechischen; zur Eriduterung beider”[3], Βερολίνο 1840, καταγράφει στους χορούς των σύγχρονων Κρητικών μεταξύ άλλων[4]

“Πεντοζαλίτης (ο χορός με τα πέντε βήματα). Πρόκειται για έναν άλλο χορό η εντοπιότητα του οποίου βρίσκεται στις ανατολικές περιοχές της Κρήτης, Κνωσό και Λασήθι. Το χορό αυτό, που δεν είναι άλλος από τα αυτοδαή ορχήματα του Σοφοκλή” (Σοφοκλ. Αίας 693-701) ενώ παραθέτει περιγραφή από την Ιλιάδα του Ομήρου (Σ 590-605).

Το 1842 ο Μ. Χουρμούζης Βυζάντιος[5], αναφέρει το Σιγανό και τον Πηδηχτό, τον οποίο Πηδηχτό ανάλογα με το βηματισμό του τον διαχωρίζει σε “Τριοζάλη” και “Πεντοζάλη”.

Ο Παύλος Βλαστός, γεννημένος το 1832, αναφέρει: (τόμος 6: α. σελ. 371 και β. σελ. 397, από το αρχείο του που φυλάσσεται στο ΓΑΚ – Ιστορικό Αρχείο Κρήτης στα Χανιά):

«Του Πεντοζάλη χορού, τον οποίο διέσωσαν οι ορεινοί της επαρχίας Αμαρίου, γενικευθείς μετά την επανάστασιν του 1821 και εις όλον το τμήμα Ρεθύμνης, σήμερον δε γνωστός εις όλους σχεδόν τους Κρήτας, τονίζομεν κοντυλιές τινας όπως εξιχνιάσομεν την αρχαίαν του πηγήν, εκ ποίου έθνους επήγασε πρώτον. Και πρώτον, αποδεικνύεται ούτος, αφ’ εαυτού του, ότι είναι όρχησις ηρωϊκή και ενθουσιώδης υπερέχων κατά τούτο πάντων των άλλων, δια την στάσιν και το αριμάνιον και τακτικόν των βημάτων αυτού και δεύτερον, εκ του ήχου αυτού όστις είναι πασιφανεστάτη απόδειξις ότι είναι και υπάγεται εις τον καθ’ ημάς Α’ ήχον ήτοι ο Δώριος. Όθεν είναι τόσον πασιφανές και αναμφισβήτητον σήμερον δια της αποκαλύψεώς μου ταύτης της πρωτοφανούς, ότι η όρχησις αύτη είναι Δωρική των αρχαίων Δωριέων Κρητών»

(σημείωση Βλαστού, τόμος 6, σελ. 368).

Ο δάσκαλος και λυράρης Δημήτρης Σγουρός, στο ένθετο του δίσκου «Σκοποί και Τραγούδια της Κρήτης, 1860 -1910, από το αρχείο του Παύλου Βλαστού» που κυκλοφόρησε το 2011 καταγράφει τις μαρτυρίες του Παύλου Βλαστού:

«Στη σελ. 397 του τόμου 6 όπου ο Βλαστός καταγράφει μια κοντυλιά του Πεντοζάλη δίνει τον τίτλο: «Ο χορός Πεντοζάλης καλούμενος (τρία βήματα έμπροσθεν και δύο όπισθεν)», ενώ στο υποσέλιδο σημειώνει: «Τούτο είνε εν Τεμάχιον (κοντυλιά) κομμάτι, μέρος, περίοδος του Πεντοζάλη διότι έκαστος χορός σύγκειται από πολλά τοιαύτα τεμάχια και διαφόρων ήχων, αρκεί να έρχονται σύμφωνα εις τον ρυθμόν του χορού. Εις έκαστον δε τεμάχιον δύναται ο τραγωδιστής να τραγωδήσει εν δίστιχον δεκαπεντασύλλαβον ως τα συνήθη Κρητών».

Και πραγματικά είναι οφθαλμοφανές ότι αυτές οι «πυρρίχιες» μουσικές φράσεις («δοξαριαίς» και «κονδυλιές» τις ονομάζει ο Βλαστός) που παρόμοιες συναντούμε και στον Μαλεβιζιώτικο-Πηδηχτό, τη Σούστα, αλλά και στους άλλους πηδηχτούς κρητικούς χορούς, είναι πολύ παλιάς προέλευσης. Τις έχουν παίξει αναρίθμητοι μουσικοί και με το πέρασμα του χρόνου έχουν φτάσει ως εμάς σε μια τέλεια μορφή. Κάθε φορά που τις παίζουμε είναι σαν να κάνουμε ένα μεγάλο ταξίδι στο χρόνο προς τα πίσω και νιώθουμε σαν να είναι μαζί μας, παρόντες, όλοι εκείνοι που έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωσή τους, αλλά ταυτόχρονα αυτές οι μελωδικές φόρμες σου αφήνουν πάντα «χώρο» για να βάλεις κι εσύ το λιθαράκι σου, το προσωπικό σου στοιχείο, την προσωπική σου συμβολή.

Τον Ιανουάριο του 1866 η, Γερμανίδα, αλλά βρετανή υπήκοος, Ελπίς Μέλαινα (Marie Esperance von Schwartz)[6] αποβιβάζεται στο λιμάνι των Χανίων για ένα ταξίδι στην Κρήτη, το οποίο είχε τελικά πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από τις αρχικές προβλέψεις. Σε επίσκεψη της στον γενικό διοικητή της Κρήτης Ισμαήλ πασά (Πεστιματζόγλου), γνωρίζει την κόρη του, την Λεϊλα χανούμ η οποία την προσκάλεσε στα διαμερίσματα της τα οποία ήταν προσβάσιμα μόνο από γυναίκες. Εκεί η Ελπίς Μέλαινα περιγράφει την προσπάθεια της Λεϊλά να παίξει στο πιάνο της τοπικούς χορούς (καθώς άνδρας μουσικός απαγορευόταν να επισκεφθεί τον χώρο. Η Λεϊλά, όπως περιγράφει η Μέλαινα έπαιξε «Κρητικό σορτό[7]», «Χανιώτικη σούστα» (που χορεύτηκε ανά δύο από γυναίκες που ήταν στη συντροφιά τους), «Πεντόβημα» και «Πυρρίχειο».

Στο λήμμα Πεντόβημα, η Μέλαινα αναφέρει:

«Η λέξη σημαίνει χορός των πέντε βημάτων». Το πεντόβημα δεν είναι τίποτε άλλο από πέντε βήματα μπρος και δύο βήματα πίσω που οι χορευτές μάλλον σέρνουν αργά παρά χορεύουν. Έτσι όπως χόρευαν οι γυναίκες τους διάφορους χορούς, δεν έβλεπες διαφορά και δεν θα μπορούσες να τους διακρίνεις, αν δεν άλλαζε ο ρυθμός της μουσικής».

Στο βιβλίο “Απομνημονεύματα εθελοντού της Κρητικής Επαναστάσεως κατά τα έτη 1866-67-68 υπό Π. Γρύπου”, Αθήνα 1884, διαβάζουμε: “…ούτω δ’ αφ’ ού εκορέσθημεν ποτού και φαγητού αρχίσαμεν να άδωμεν και να χορεύωμεν τον Τσάμικον, ενώ και εκ των νέων Κρητικών τινές συνόδευσαν ημάς διά της Κρητικής των λύρας άδοντες και χορεύοντες τον λεγόμενον Πενταζάλη όπερ είναι ο ωραίος Κρητικός χορός, μάλιστα δε όταν ο πρωταγωνιστής είναι καλός χορευτής..” (σ.σ. το «επιτόπιο» αυτό γλέντι έλαβε χώρα σε ύψωμα της περιοχής Αμαρίου, δίπλα στο χωριό Γερακάρι).

Το 1887 ο Παύλος Βλαστός καταγράφει “τον Πεντοζάλην” στο χωριό Κάστελλος του νομού Ρεθύμνου[8].

Το 1909, στο άρθρο του “Κρητική μουσική και Όρχησις”[9] ο Γεώργιος Ι. Χατζιδάκις περιγράφει τον Πεντοζάλη ως πηδηχτό αλλά και ως σιγανό χορό[10]. Επίσης αναφέρει: “Ειδικοί Ρεθεμιώτικοι χοροί είναι ο Πεντοζάλης και η Σούστα, χορεύονται όμως και εις τας επαρχίας του Νομού Χανίων με ελαχίστας παραλλαγάς”. Τα ίδια περίπου επαναλαμβάνει και το 1951 στην έκδοση “Κρητική Μουσική”.

Το 1926 στις ΗΠΑ ο Χαρίλαος Πιπεράκης από το Ξεροστέρνι Χανίων κυκλοφορεί δίσκο 78″ με “Χανιώτικο συρτό” και “Πεντοζάλης – Κρητικός χορός”, Pfaros No 829 και “Ντέρτι” – Συρτό – “Αμαριώτικο” – Πεντοζάλης, Orthophonic S-(;).

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης, στον «Πατούχα»[11], περιγράφει τον πηδηχτό να ακολουθεί το σιγανό και αναφέρει ότι “ο σιγανός χορός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς”, όπου “έκαστον ημιστίχιον επαναλαμβάνεται υπό ολοκλήρου του χορού” [σ.σ.: δηλ. όλων των χορευτών]. Ως τραγούδι του χορού αναφέρει την παραλογή του γυρισμού του ξενιτεμένου.

Το 1961 η εξαίρετη λαογράφος Ευαγγελία Φραγκάκι[12] από την Ανατολική Κρήτη, αναφέρει την παμπάλαια συνήθεια του περάσματος από το Σιγανό στον Πηδηχτό κατά τη διάρκεια του χορού: «…Ο κ. Θρασ. Μαρκίδης, ετών 85, με πληροφορεί ότι γύρω στο 1895 ο χορός στο Ηράκλειο άρχιζε με σιγανό που εσυνοδεύετο με το σκοπό “αθάνατος” και κατόπιν μετετρέπετο σε πηδηχτό. Πάνω στη μουσική του πηδηχτού τραγουδούσαν μαντινάδες. Εκτός από τις κοινές μαντινάδες τραγουδούσαν και μαντινάδες του Ερωτοκρίτου».

Ακόμα, για τη σχέση σιγανού και πηδηχτού: Το 1925 ο Γεώργιος Καντεράκης (Καντέρης) ή «Καραμπουρνιότης», λυράρης που γεννήθηκε το 1877 στο χωριό Σελλιά Αποκορώνου, ηχογραφεί στην Αμερική τον δίσκο «Πεντοζάλι Κρητικό», με συνοδεία του λαουτιέρη Γιώργου Γομπάκη από το Σέλινο Χανίων (1883-1978) στο «κύμβαλον» (πιατίνια) που παραθέτει ακολουθία σιγανού και πηδηχτού.

Δύο άνδρες γεννημένοι στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στα Χανιά γνώριζαν τη συνήθεια να ακολουθεί πηδηχτός μετά τις κοντυλιές του σιγανού πεντοζάλη.

Το ίδιο συμβαίνει και λίγο αργότερα σε ηχογράφηση στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ο Ανδρέας Ροδινός ηχογραφεί δύο δίσκους 78″, με τη μία πλευρά του ενός να αναγράφει “Ρεθεμνιώτικη Πεντοζάλη” που παραθέτει ακολουθία σιγανού και πηδηχτού.

Άρα ο σιγανός θεωρείται πεντοζάλης ήδη από τότε (και προφανώς οι βετεράνοι Χανιώτες μουσικοί Καντέρης – Γομπάκης ο νεαρός Ροδινός δεν επινόησαν την ονομασία, αλλά μετέφεραν μια ήδη υπάρχουσα παράδοση) και όχι μεταγενέστερα.

Ο χορός πάντα χορευόταν ως ακολουθία: άρχιζε με σιγανό και τελείωνε με πηδηχτό, τουλάχιστον όσο φτάνει η μνήμη των ηλικιωμένων Ρεθεμνιωτών από τις διάφορες επαρχίες…

Στην απήχηση του πεντοζάλη αναφέρεται η παλιά μαντινάδα, που καταγράφηκε στο Αποδούλου Αμαρίου (περίφημα τα “αμαριώτικα πεντοζάλια”, ιδιαίτερα και στο χορευτικό ύφος τους):

Αλλο χορό δε ρέγομαι παρά τον πεντοζάλη,
απού τονέ χορεύουνε ούλοι, μικροί μεγάλοι

και μια παραλλαγή της που μας “δείχνει” την προέλευση της ονομασίας του χορού:

Αλλο χορό δε ρέγομαι παρά τον πεντοζάλη
που τρία ζάλα (=βήματα) πάει μπρος και δυό γιαγέρνει (=γυρίζει) πάλι.

Τα Αμαριώτικα Πεντοζάλια χορεύονται ακριβώς στην ίδια μουσική και στον ίδιο χρόνο με το γνωστό ρεθεμνιώτικο σιγανό πεντοζάλη –αν δηλαδή ένας χορεύει αυτό τον σιγανό, κι ένας άλλος το γνωστό, συμπίπτουν απόλυτα στην αρχή και στο τέλος, ενώ δεν συμβαίνει αυτό με το σιγανό της ανατολικής Κρήτης, που είναι απλά “χορός στα τρία”.

Την ίδια μορφή σιγανού χορεύουν και οι κάτοικοι των Χαρκίων Ρεθύμνου (με τη λύρα του Διαμαντοστελή), όπως φαίνεται στο βίντεο του cd-rom της έκδοσης “Το χωριό μας”, Χάρκια 2005.

Εν κατακλείδι, στο νομό Ρεθύμνης ο χορός είναι γνωστός ως πεντοζάλης ή πενταζάλης. Ο γρήγορος πεντοζάλης λέγεται κυρίως πηδηχτός, ενώ στο νομό Ηρακλείου και Λασιθίου πηδηχτός λέγεται ο εκάστοτε τοπικός πηδηχτός (μαλεβιζώτης, στειακός κ.λ.π.). “Πεντοζάλια” και πεντοζαλάκια ονομάζουμε τις κοντυλιές του σιγανού. Πάντως σχετικά με τον όρο πεντοζάλι να αναφέρουμε ότι σε δεκάδες συζητήσεις-καταγραφές μας στη ρεθυμνιώτικη ύπαιθρο, η ονομασία “το πεντοζάλι” για το συγκεκριμένο χορό (είτε σιγανό ή πηδηχτό) δεν αναφέρθηκε καθόλου. Στο Μυλοπόταμο ο πηδηχτός λέγεται και “δυνατός πεντοζάλης”.

Είναι φανερό λοιπόν ότι η σωστή ονομασία του χορού είναι πεντοζάλης (όπως λέμε τριζάλης) και όχι πεντοζάλι…


[1] βλ. κείμενο Θεόδωρου Ρηγινιώτη στη σελίδα μας σχετικά με  τα πνευστά μουσικά όργανα στην Κρήτη.
[2] Δημοσθένη Καραγιάννη, Αρχαίοι Κρήτες μουσικοί, από το υπό έκδοση “Λεξικό της Κρητικής Αρχαιολογίας”.
[3] Τίτλος Ελληνικής μετάφρασης «Ο νεοελληνικός βίος σε σύγκριση με τον αρχαιοελληνικό – Μια αμφίδρομη ερμηνεία», μετάφραση Σάββα Πετράκη, Έκδοση Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο 2005.
[4] Βλ. σελ. 98 ο.π.
[5]  Μ. Χουρμούζη Βυζάντιου, «Κρητικά», σελ. 31
[6] Ελπίς Μέλαινα, Περιηγήσεις στην Κρήτη 1866 – 1870, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2008)
[7] Εννοεί «Κρητικό Συρτό». Στο πρωτότυπο κείμενο, αναφέρεται ως “Kandiotischen Sortos” το οποίο η Μέλαινα το αποδίδει ως Ηρακλειώτικος (Kandia), αλλά ως γνωστόν το Kandia χρησιμοποιούνταν και για να περιγράψει ολόκληρη την Κρήτη, αρά είναι πιθανό το “Κρητικός” (Κ.Β.)
[8]  βλ. ανέκδοτο έργο έργο του μεγάλου λαογράφου που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, στα Χανιά, τόμος  31, σελ. 128. Μέρος του βρίσκεται αποσπασματικά, σε μορφή μικροφίλμ και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο Ρέθυμνο.
[9]  Περιοδικό  Κρητική Στοά, 1909, σελ.273-310.
[10] ο.π. σελ. 305.
[11] Ι. Κονδυλάκη, “Τα Άπαντα”, τόμ. β΄, έκδ. 1961, σελ. 250-251
[12] Ευαγγελία Φραγκάκι, “Το Δημοτικό τραγούδι της Κρήτης”, Κρητική Πρωτοχρονιά 1962, σελ. 63-77.

Θεόδωρος Ρηγινιώτης – Κώστας Βασιλάκης