Επιμέλεια Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης –
Αντώνης Αρ. Μιχελουδάκης
Κάθε πρωί, κάθε βραδύ και κάθε μεσονύχτι
τρία πουλιά χρυσόφτερα, τρία αηδονοπούλια
σχίζουνε σύννεφο πυκνό απ’ τ’ ουρανού τα βάθη
κι επάνω κατεβαίνουνε στα λείψανα τα άγια
του Αρκαδιού και κάθουνται και τα μοιρολογούνε.
Παραδοσιακό. Τιμόθεος Βενέρης, Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938, σελ. 445.
Από τα δεκάδες νεώτερα ποιήματα και τραγούδια, με τα οποία η κρητική ψυχή εξύμνησε τον ηρωισμό των ελεύθερων πολιορκημένων του Αρκαδίου και διεκτραγώδησε την τουρκική θηριωδία εναντίον τους, δημοσιεύουμε μια μικρή επιλογή.
Κώστα Απανωμεριτάκη, δασκάλου, Αρκάδι – Έμμετρο Χρονικό της Θυσίας, Ρέθυμνο 1966 (εκατό έτη από τα γεγονότα).
Πρόκειται για επικολυρική ποιητική σύνθεση 600 11σύλλαβων στίχων, μετρικά και τονικά άψογων, πλεγμένων σε τετράστιχες στροφές με πλεχτή ομοιοκαταληξία (α-γ, β-δ στίχοι). Χωρίζεται σε 45 ενότητες διαφορετικής έκτασης, από μίας έως πέντε στροφών. Είναι γραμμένη στην κοινή δημοτική γλώσσα, με επικό τόνο που θυμίζει Παλαμά και άφθονα στοιχεία του κρητικού γλωσσικού ιδιώματος. Αφηγείται τα γεγονότα κατά χρονολογική σειρά.
Να επισημάνουμε ότι ο 11σύλλαβος στίχος (συνήθως ομοιοκατάληκτος κατά ζεύγη) είναι, μετά το 15σύλλαβο, ο πιο χαρακτηριστικός στίχος της κρητικής λαϊκής ποίησης, στον οποίο είναι γραμμένη η «Εύμορφη Βοσκοπούλα» και πολλά παλαιά κρητικά λαϊκά άσματα (βλ. παραδείγματα στις συλλογές του Γιάνναρη, του Σταμάτη Αποστολάκη και στις λοιπές). Σε τέτοιους στίχους, ανομοιοκατάληκτους, έγραψε και ο Νίκος Καζαντζάκης τις τραγωδίες του. Συνεπώς, η επιλογή αυτού του στίχου από τον ποιητή φρονούμε ότι γίνεται επί σκοπόν και συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικότερα κρητικά στοιχεία του έργου του.
Απόσπασμα από τις σελ. 12-13:
Στο πόστο του το κάθε παλικάρι
λαλεί κι ανακαλεί το σημαντήρι,
γιατί ’ρχουνται οι Τούρκοι αγιομνησάροι,
’ν αρχίξη το Κουρμπάνι – Πανηγύρι…
Στο μεροβίγλι στέκουνε τσαρδάκι,
κι’ ως φτάνει ο σερασκέρης καβαλάρης,
σηκώνει ο κονταξής το μπαϊράκι
και παίζει τη ντρουπέτα ο σουϊτάρης.
Σμαριάζουμε τ’ ασκέρια πάντα κι’ άλλη,
και παίρνουνε αμπάρτζα να χυμήξουν,
ν’ ανοίξουνε ζερβόδεξα διχάλη
το Μοναστήρι να φιδοτυλίξουν.
Στη μέση ένας Ντερβίσης προχωράει,
το φλάμπουρο κρατεί του Μουχαμέτη,
και σκούζει: «Κάμετε ραγιάδες, ράϊ,
να κάμη κι’ ο Πασά μας μερχαμέτι».
Ο Γούμενος με πείσμα αντιλογάται:
«Έλεος από Τούρκους δε ζητούμε·
κι αν είν’ τ’ Αρκάδι να χαθεί – μουρτάτες –
τιμή για μας μαζύ – ν – του να χαθούμε!»
***
Στην ποιητική συλλογή του πολυγραφότατου Ρεθύμνιου ποιητή Σπύρου Τίτου Λίτινα Κρητικές Ρίμες – Η μάνα η Κρήτη, Αθήνα, Αύγουστος 1977 (το πρώτο βιβλίο του), σελ. 102, υπάρχει τετράστιχο ποίημα, σε ύφος επιγράμματος μέσα σε σειρά πολλών παρόμοιων με ηρωικά και λαογραφικά θέματα, για το αρκαδικό δράμα:
Αρκάδι
Με την Καρδιά στον τόπο τζη, μα την Ψυχή στ’ αδόδια,
τ’ αμάθια σε ονειρόπαρμα, ψηλά, αναντρανιστά,
διάχνει ο Γιαμπούς κατά βουλή, που δε γατέχει εμπόδια:
– Γή Ένωση γή Θάνατον. – Ούλοι μαζύ! – Φωθιά!
***
Στη θρυλική συλλογή του Γιώργη Καλομενόπουλου Ποιήματα, Αθήνα 1964 (κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το θάνατο του σπουδαίου Ρεθεμνιώτη ποιητή), εντοπίζουμε αρκετές αναφορές στο Αρκάδι. Μία από αυτές είναι το ομώνυμο ποίημα, «Αρκάδι», που το κείμενό του αντιγράφουμε από την ηλ. διεύθυνση: http://vivi.pblogs.gr/2010/11/1866-arkadi.html.
Αρκάδι.
Μουντό το δείλι απλώνει τα φτερά του
κι’ απ’ το πρωί λυσσομανάει η μάχη,
φωνές, οχλαλοή, πνοή θανάτου.
Ορθοί στα μετερίζια οι καστρομάχοι.
Και μες στο χαλασμό η φωνή του Ιμάμη
– «Θα πατηθή τ’ Αρκάδι πριν νυχτώσει
κι’ όποιος ρωμηός δεν θέλει να πεθάνη
ας προσκυνήση. Έτσι θα γλυτώση».
Ο Γούμενος φρενιάζει. «Ποιος προστάζει
μουρτάτες να γενούμε; Όσο και νάναι
τ’ ασκέρι σας πολύ, δεν μας τρομάζει.
Το Κάστρο Διγενήδες το κρατάνε!”.
***
Στη συλλογή του λαϊκού ποιητή από την Κρύα Βρύση Αγίου Βασιλείου Μιχάλη Γεωργ. Βαβουράκη Κρητικές Μαντινάδες, Ρίμες και Ριζίτικα, τέταρτη έκδοση, βελτιωμένη – συμπληρωμένη, σελ. 119, εντοπίζουμε το ποίημα του συγγραφέα, υπό μορφή ριζίτικου τραγουδιού:
Ηράκλειο, 2.2.1990
Στ’ άλογο καβαλίκεψε, ζώσου και τ’ άρματά σου
και γίνου μαύρος κεραυνός, να κατεβείς στ’ Αρκάδι,
γιατί πολιορκεί η Τουρκιά, γυναίκες, νιους και γέρους.
Το Γιαμπουδάκη τον Κωστή, Γούμενο, Καλογέρους.
Η Παναγία κι ο Χριστός, να ’ναι μαζί σου γιε μου,
να μην αφήσεις τσ’ άπιστους, να σπάσουνε την πόρτα.
Αρκάδι, κάστρο θρυλικό.
***
Το βιβλίο της Ελευθερίας Παπαδάκη – Λαμπάκη, Επιλογή από μαντινάδες της Κρήτης, Αθήνα 1992, είναι συλλογή λαϊκών διστίχων, γραμμένων με απλό νεοελληνικό ύφος, με απάλειψη των περισσότερων ιδιωματικών στοιχείων τους, όπου υπήρχε. Εκεί, σε ιδιαίτερο κεφάλαιο διστίχων στις σελ. 208-221, που εξυμνούν την Κρήτη είτε γενικά είτε ανά περιοχή, περιλαμβάνονται οι παρακάτω 11 για το Αρκάδι, σελ. 215-216:
Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε όλοι μικροί μεγάλοι
το μέγα ολοκαύτωμα που έγινε στ’ Αρκάδι.
Σα χάσει αίμα το κορμί μόνο με αίμα γιαίνει
και το δεντρί της λευτεριάς μέσα στο αίμα βγαίνει.
Κρήτη μου με τ’ Αρκάδι σου εδίδαξες τον κόσμο
πως κατακτάται η λευτεριά με τις θυσίες μόνο.
Της Κρήτης την παλλικαριά την εκδικούν ομάδι
στην κατοχή οι Γερμανοί κι οι Τούρκοι εις τ’ Αρκάδι.
Χρυσή σελίδα λεβεντιάς στ’ Αρκάδι είναι γραμμένη
δείχνει πως ξέρει ο Κρητικός να ζει και να πεθαίνει.
Σητεία με τον Κορνάρο σου Κάστρο με την Κνωσσό σου
Ρέθυμνο με τ’ Αρκάδι σου Χανιά με το Θεό σου (*).
Χανιά με τ’ Ακρωτήρι σου Ρέθυμνο με τ’ Αρκάδι
χωρίς εσένα θα ’τανε η Κρήτη στο σκοτάδι.
Για μας ζωή και θάνατος συμπορπατούν ομάδι
κι έτσι θα το λαλούμενε κι ας γίνει η Κρήτη Αρκάδι.
Αναστηθήκαν οι νεκροί που πέσανε στ’ Αρκάδι
και θα φυλάξουνε σκοποί να μην το κάψουν πάλι.
Μια μέρα ο ήλιος θα χαθεί η γη θα διαλύσει
στο Ρέθυμνο όμως ποτέ τ’ Αρκάδι δε θα σβύσει.
Κρήτη μου το Αρκάδι σου θα λάμπει στους αιώνες
και θα μαθαίνει τους λαούς πώς γίνονται οι αγώνες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό είναι το μόνο στοιχείο από το νομό Ρεθύμνου που επισημαίνει η συγγραφέας στη συγκεκριμένη συνάφεια.
(*) Μάλλον το τελευταίο ημιστίχιο εννοεί την Ελ. Βενιζέλο, κρίνοντας από το δίστιχο της σελ. 218:
Ένας θεός μ’ άλλο θεό ποτέ δεν συμφωνούνε
μα στ’ Ακρωτήρι είναι δυο, νεκροί μα πάντα ζούνε.
***
Η πολυβραβευμένη Χανιώτισσα λαϊκή ποιήτρια Αντωνία Μυλωγιαννάκη, στο βιβλίο της Ρίμες – Ριζίτικα – Μαντινάδες (Τάξε πως ήσου λεμονιά), Αθήνα Φεβρουάριος 1995, σελ. 30-31, παραθέτει επικολυρικό ποίημα σε 64 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, στο κοινό νεοελληνικό ιδίωμα, με τίτλο «Η φλόγα που δε σβήνει», 6ο από τα 10 βραβευθέντα στις 6.11.88 από την Νομαρχία Ρεθύμνου (Τριλογία).
Το ποίημα έχει μορφή διαλόγου μεταξύ ενός Ξένου, ενός Αετού και ενός Παιδιού, που χαρακτηρίζει τον Αετό πρόπαππό του. Ο Ξένος διεκτραγωδεί την πτώση του Αετού από τον ουρανό, ο Αετός διαμαρτύρεται, αρνούμενος ότι είναι αξιολύπητος, και διακηρύσσει ότι:
Η φλόγα καίει ασίγαστη που έκαψε τ’ Αρκάδι
κι αγάλια – αγάλια τα φτερά πάλι θα ξαναβγούνε!
Τέλος, το Παιδί επιβεβαιώνει τα λόγια του Αετού και διακηρύσσει ότι η γενιά του πήρε τη σκυτάλη των αγώνων για την ελευθερία. Κλείνει λέγοντας:
Δε σκύβω το κεφάλι μου! Κοιτάξτε τη θωριά μου!
Κι όποιος την Κρήτη ορέγεται ας θυμηθεί τ’ Αρκάδι.
Εγώ κρατώ τη φλόγα του κι όποιος τολμά… ας σιμώσει!!
Επίσης, στο κεφ. «Απού τση Κρήτης το μπαξέ», σελ. 66-69, σε 47 μαντινάδες (μαζί με την εισαγωγική, που δεν αριθμείται), που εξυμνούν την Κρήτη για τις φυσικές ομορφιές της και τις πολεμικές αρετές των κατοίκων της, περιλαμβάνονται οι παρακάτω τρεις για το Αρκάδι:
Τση Δόξας και τση Λευτεριάς Αρκάδι τιμημένο
θαν έχεις πάντα το κεφί που σ’ έκαψ’ αφτωμένο.
Τση Δόξας και τση Λευτεριάς τιμής στεφάνι πλέκω
κι ομπρός σε μνήμη αθάνατη Αρκάδι πάντα στέκω.
Φεγγοβολού γ-και λάμπουνε στ’ Αρκάδ’ είν’ αγιασμένα
τση Πίστης και τση Λευτεριάς κορμιά λαμπαδιασμένα.
***
Στη συλλογή του Σταύρου Εμμ. Φωτάκη Ριζίτικα και Μαντινάδες (με τοπικό λεξιλόγιο), Ρέθυμνο 2007, σελ. 22-23, εντοπίζουμε:
Τη Λευτεριά ’ρωτήξανε
Τη Λευτεριά ’ρωτήξανε, ποιάς μάνας είναι γέννα,
ποιάς μάνας είν’ ανάθρεμμα και ποιάς γενιάς κλωνάρι;
Κι είπε πως εγεννήθηκε στ’ Αρκάδι μιαν ημέρα.
Κι έζησε κι εμεγάλωσε με τω γ-Κρητώ το αίμα.
Η Κρήτη ’ναι η μάνα μου.
Ούλα τα κάστρα ’πέσανε
Ούλα τα κάστρα ’πέσανε κι ούλα τα μετερίζια,
μα ένα κάστρο πολεμά κοντά στο Ψηλορείτη.
τ’ Αρκάδι το περίτρανο που δόξασε τη γ-Κρήτη.
Χρυσές σελίδες γράψανε ’κείνοι που πολεμούσαν,
γιατί θυσιαστήκανε για την ελευθερία
κι εγίναν ολοκαύτωμα.
***
Στο συνθετικό ποίημα του Γεωργίου Ιωάννου Τσιριντάνη Ύμνος τση Λεβεντογέννας Κρήτης, έκδοση πρώτη 1988, βρίσκουμε σειρές μαντινάδων για το αρκαδικό δράμα, ενταγμένες στη γενικότερη ροή του ποιήματος. Τις παραθέτουμε, διατηρώντας (όπως κάναμε παντού) την ορθογραφία και τη στίξη του συγγραφέα:
Στη σελ. 96, μέσα σε σύνολο πολλών διστίχων για το αδούλωτο φρόνημα και την πολεμική δεινότητα των Κρητών, απ’ όπου συνάγεται μήνυμα αποτροπής προς τυχόν μελλοντικούς επιδρομείς, διαβάζουμε:
Ούλοι θα μπούμε με αντρειά τση μάχης το καμίνι
κι ωσάν τη φλόγα τ Αρκαδιού η δόξα θ απομείνει
χίλιοι αιώνες να διαβούν είθε να το θυμούνται
και εις σε χίλιες γεννεές είθε να το διηγούνται.
Σελ. 104:
Και τ’ Αρκαδιού τσι μάρτυρες ούλοι τσι προσκυνούνε
κλαίνε κιαποθαυμάζουνται τσι τάφους που θωρούνε
Θωρούνε με τα μάτιαν των τσι τάφους των βαρβάρων
και πώς ενίκησε ο Χριστός και ενικήθη ο Χάρος.
Και προσκυνούν στ Αρκάδι μας το μέγα μοναστήρι
για δεν εγίνηκεν αλλού ετέτοιο πανηγύρι.
Τριακόσιοι εσφαγήκανε πολεμιστές δικοί μας
και τρεις χιλιάδες τση Τουρκιάς έσφαξεν το σπαθί μας.
Τριακόσιοι είναι οι μάρτυρες πούναι θυσιασμένοι
με κλάματα τσι προσκυνούν κιοι γεγικοί κιοι ξένοι.
Στ Αρκάδι εσφαγήκανε τα άνομα θηρία
κι έλαμψε ο χριστιανισμός και η ελευθερία.
Στ Αρκάδι λάμπει ο ήλιος τση Κρήτης η ανδρεία
και η Αγάπη του Χριστού κι η πίστης η Αγία.
***
Στο βιβλίο της ποιήτριας Άννας Σκανδαλάκη από τα Σαχτούρια Αγίου Βασιλείου Αλλοτινοί μου στοχασμοί κι αγάπες μου μεγάλες, Χάρακας Μονοφατσίου 2015, εντοπίζουμε το ποίημα «Αρκάδι»:
Μαύρα τα χρόνια τση Τουρκιάς, με πόνους και φοβέρες,
κι οι Κρητικοί επερνούσανε δυστυχισμένες μέρες.
Φωθιά κι ατσάλι εσκόρπανε του Τούρκο η μπιστόλα
και κάτω από τον ίσκιο τζη εξεψυχούσαν όλα.
Γιουρούσι κάνει ταχτικά του Μουσταφά τ’ ασκέρι
και προσπαθεί την Κρήτη μας στα μέτρα ντου να φέρει.
Να πάψει να ’χει μάθηση ο Κρητικός και πίστη,
ν’ απαρνηθεί την Παναγιά, μα και τον Παντοχτίστη.
Κι όμως ο κάθε Κρητικός όπλα δεν καταθέτει,
για κείνο πιάνει τα βουνά και στσ’ αστιβίδες θέτει.
Σιγά σιγά μαζώνουνται άντρες ξεδιαλεμένοι,
δεκάδες μπαρουτάσκαγα κι εκρηχτικά ζωσμένοι.
Για το Σουλτάνο αντίθετα η μέτρηση αρχίζει
και μ’ αίμα των αλλόθρησκω την Κρήτη μας ποτίζει.
Μπέτη με μπέτη γίνουνται μάχες στα χώματά μας,
για να τη χαίρομέστανε ούλοι τη Λευτεριά μας.
Τ’ Αρκάδι ’ναι κρυφή φωλιά για τσι καπεταναίους,
τσ’ άντρες απού ’χε η Κρήτη μας ετότες τσι γενναίους.
Χίλια οχτακόσα ήτονε τότες εξήντα έξι
και το Αρκάδι ο Μουσταφάς είχενε ξεδιαλέξει,
για να χτυπήσει αλύπητα και να το καταχτήσει
και μια ψυχήν αζωντανή μέσα να μην αφήσει.
Κλεισμένα γυναικόπαιδα είναι και καλογέροι,
μαντατοφόρο επέψανε, βοήθεια να φέρει.
Μα οι λυσσασμένοι τύραννοι το ’χουνε περιζώσει
κι όσοί ’ναι μέσα σίγουρα κιανείς δε θα γλιτώσει.
Ετότες την απόφαση ο Γιαμπουδής την παίρνει
κι όλους στα μπαρουτάσκαγα που φύλαγαν τσι φέρνει.
Κι ερώτηξένε δυνατά: «Νεκροί γ-ή σκλαβωμένοι;
Ένα απ’ τα δυο ’ναι σήμερο απού μας απομένει».
Κι όλοι φωνιάξαν τότεσάς: «Καλλιά νεκροί στον Άδη
παρά να πει ο Ιμπραήμ πως ’πάτησε ντ’ Αρκάδι».
Σαν τη λαμπάδα εκέντησε ντ’ Αρκάδι απ’ άκρη σ’ άκρη
κι ο Ψηλορείτης έβγαλε του θαυμασμού το δάκρυ.
Πανολεθρία πάθανε κι οι τύραννοι μεγάλη,
που δε μπορεί τέθοιο κακό ο νου’ μας να το βάλει.
Αγγέλοι εγίναν οι ψυχές εκείνω των αθρώπω
που κάηκαν κι ετίμησαν του Αρκαδιού τον τόπο.
Κι έχομεν υποχρέωση ούλοι να τσι τιμούμε,
να σκύφτομε την κεφαλή στ’ Αρκάδι όντε θα μπούμε.
Απού τ’ Αρκάδι μια φωνή πάντοτε θα γροικάται,
οχτρόν η κρητική ψυχή και Χάρο δε φοβάται.
Ούλου του κόσμου οι ξακουστοί, στ’ Αρκάδι όντε θα ’ρθούνε,
γίνουνται δούλοι ταπεινοί, σκύφτουν και προσκυνούνε.
***
Επίμετρο: Πρωτοχρονιάτικα «κάλαντα» από την Ίμβρο για το Αρκαδικό Ολοκαύτωμα
Στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τόμος Β΄ (1939), σελ. 448-449, διαβάζουμε το άρθρο του καταξιωμένου λαογράφου Γεωργίου Α. Μέγα «Το Αρκάδι εις την δημώδη ποίησιν». Εκεί εγκωμιάζει τη λιτότητα και τις ποιητικές αρετές άσματος προερχόμενου από την Ίμβρο, το οποίο ο ίδιος κατέγραψε στη Λήμνο «από το στόμα της γραίας Ευγενίας Βασιλειάδου, πρόσφυγος από το Γλυκύ της Ίμβρου». Σημειώνει ότι, κατά μαρτυρία του Ίμβριου Ν. Ανδριώτη, «οι κάτοικοι του χωρίου Γλυκύ διακρίνονται διά την ροπήν προς την στιχουργίαν. Κάθε σπουδαίον γεγονός ή και επεισόδια απλά της ζωής του χωρίου, και της νήσου ακόμη, δίδουν αφορμή εις το τραγούδημα».
Όπως επισημαίνει και ο Μέγας, το ποίημα συνδέει με τρόπο πρωτότυπο και εντυπωσιακό το αρκαδικό δράμα με τους εορτασμούς της Πρωτοχρονιάς. Η έναρξή του συνιστά παραλλαγή των πρωτοχρονιάτικων καλάντων, παρουσιάζει όμως τον άγιο Βασίλειο λυπημένο να προτρέπει σε μνημόσυνο των πεσόντων της τραγικής μονής αντί των πανηγυρισμών της εορτής του.
Ολόκληρο το ποίημα:
Άγιος Βασίλης έρχεται χλωμός και λυπημένος
και στο ραβδί εκούμπησε σαν κι’ ήταν κουρασμένος.
Βαστούσε πένα και χαρτί και το χαρτί του λέγει
και το διαβάζει ο άγιος και πικραμένα κλαίγει.
– Φέτο να μη γιορτάσετε σαν πρώτα τη γιορτή μου,
καλά να με γλυκάνετε, να ’χετε την ευχή μου.
Κόλλυβα να μοιράσετε, να φαν, να συχωρέσουν,
να κλάψουν οι χριστιανοί, όσο κι αν ημπορέσουν.
Από την Κρήτη πέρασα, απ’ τα πιστά παιδιά μου,
και πολεμούν να με σηκώσ’ και κόφτηκ’ η καρδιά μου.
Εκεί ’ναι το περήφανο το άγιον Αρκάδι
εισέ σωρό κατάμαυρο, καθώς τον μαύρον Άδη·
εκεί πεινούν οι ζωντανοί και κλαιν οι πεθαμένοι,
είναι στον κόσμο άθαφτοι, στον κάμπο ξαπλωμένοι·
έχει και νιες, έχει και νιους, παιδιά σαν αγγελούδια,
που τα θερίζει το σπαθί του Τούρκου σαν πουλούδια.