Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια βολά γείς αορίτης [1] κατεβαίνει στη χώρα να βρεί κιαμμιά δουλειά. Σαν μεσημέριασε βάνει στο νού ντου να πάει να πουσουνίσει τίβοστις[2] να κολατσίσει.
Μπαίνει το λοιπός σένα μπακάλικο και ξανοίγει να βρει κιανένα καλό κομμάτι τυρί.
Βρίστει το καλύτερο, το παίρνει και τ’ ακουμπά στο τεζιάκι,[3] ο μαγαζάτορας του το τυλίσει, το πλερώνει και φεύγει.
Μα αντίς για τυρί παίρνει ένα κομμάτσι σαπούνι. Τώρα, δεν το ξάνοιξε καλά, ήτονε κιανείς απού ΄θελε να τονε παίξει[4], έκανε λάθος ο μπακάλης, δε γατέω να σάσε πω.
Τα χρόνια κείνανα τα σαπούνια δεν ήτονε σαν κι εδά , τυλιγμένα, ομορφοσιασμένα, απού θώριες ίντα παίρνεις, μα ήτονε τετράγωνα ή μακρουλά κομμάτια ατύλιχτα και τσι πλιά φορές μεγάλα κομμάθια, απού τα κόβγανε , τα ζυγιάζανε, τα τυλίγανε και στα δίνανε.
Παίρνει το τυρί ντου ο αορίτης μας ,πάει σε μια πέτρα, απού βρήκε στο δρόμο ντου, κάθεται, το ξετυλίσει, βγάνει το ζυμωτό φελί[5] απού εκράτιε και αρχίνηξε να τρώει.
Ίντα θωρεί όμως γιαμιάς απού ξεκινά να μασεί, το φαΐ ντου ανακατεύεται με το σάλιο και γεμίζουνε τα μουστάκια και η μπούκα ντου αφρούς.
Ξανοίγει το τυρί μα δε θωρεί πράμμα περίεργο, όξω απου[6] με τ’ αναμάσημα γέμιζε αφρούς.
Τότε ξανοίγει το τυρί και του κάνει:
«Αφρίζεις δεν αφρίζεις , εγώ σε πλέρωσα και θα σε φάω!»
[1] Βουνίσιος.
[2] Κάτι.
[3] Πάγκος καφενείου και παντοπωλείου.
[4] Κοροϊδέψει.
[5] Κομμάτι ψωμί.
[6] Εκτός απ ότι.