«Η Τέχνη είναι ένα σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα, πως η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως τετελεσμένη, αν δεν δευτερολογηθεί από ένα τέτοιο σχόλιο τέχνης».
Γιώργος Χειμωνάς, ”Βιογραφία της Όρασής μου’‘
Σχόλιο τέχνης για την πραγματικότητα της εφηβείας της ιδωμένης από χρονική απόσταση και φιλτραρισμένης από τη γνώση και τις εμπειρίες το τελευταίο βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη «Και βέβαια αλλάζει» Αφήγημα για τη Μεταπολίτευση από τις εκδόσεις Κίχλη. Με σπουδές Κλασικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καθηγήτρια σήμερα της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας και πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης η Αγγέλα Καστρινάκη έχει δημοσιεύσει πολλές μελέτες για την ελληνική λογοτεχνία και έχει τιμηθεί με το βραβείο ειρήνης και φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί (2000) για μελέτες που αφορούσαν την εικόνα του Τούρκου σε ελληνικά μυθιστορήματα και με το Κρατικό βραβείο δοκιμίου (2006) για τη μελέτη “Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950”. Με τη λογοτεχνική της ιδιότητα μετά από τη δημοσίευση τεσσάρων συλλογών διηγημάτων: Φιλοξενούμενη (1990), Εκδρομές με φίλες (1993), Τα όρια της ζεστασιάς (1999), Εκδοχές της Πηνελόπης (2002) και ενός βιβλίου όπου συνδυάζει το διήγημα με το δοκίμιο: Η λογοτεχνία, μια σκανταλιά, μια διαφυγή ελευθερίας (2003), και του μυθιστορήματος Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας (2008) γράφει ένα αφήγημα με την αμεσότητα, τη ζωντάνια και την παραστατικότητα της προφορικής αφήγησης. Αναδίφηση στη μνήμη και αναπλασμένη πραγματικότητα καταγεγραμμένη σε τρίτο πρόσωπο για να αποκτήσει καθολικότητα και με εξιστορήσεις-μαρτυρίες που φωτίζουν σφαιρικά και υποστηρίζουν την αντικειμενικότητα και την αληθοφάνεια. Η νοσταλγική διάθεση αποβαίνει λυτρωτική, γιατί δε μένει περιχαρακωμένη αλλά αποκαλύπτει διαφορετικές όψεις των γεγονότων, και ελπιδοφόρα, γιατί ο παρελθών χρόνος δε βιώνεται εξιδανικευμένος αλλά με την κριτική οπτική του χιούμορ και της λεπτής ειρωνείας.
Ο καλαίσθητος, ήσυχος και φιλόξενος χώρος της λιθόστρωτης εσωτερικής αυλής του Κέντρου Κρητικής Λαϊκής Τέχνης επένδυσε με την κατάλληλη ατμόσφαιρα την παρουσίαση του βιβλίου της Αγγέλας Καστρινάκη «Και βέβαια αλλάζει» από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Ρεθύμνου και τις εκδόσεις Κίχλη τη Δευτέρα 25 Μαΐου 2015. Την παρουσίαση συντόνιζε η φιλόλογος κα Ειρήνη Βογιατζή.
Τα γεγονότα που άλλοτε θυμάται και άλλοτε επινοεί η συγγραφέας με αρωγό τις σελίδες ημερολογίου χωρισμένου σε δύο στήλες, μία για τα κομματικά νέα και μία για τα αισθηματικά, και τις αφηγήσεις-μαρτυρίες φίλων και συνοδοιπόρων παρουσίασε η φιλόλογος κα Αθηνά Ζησηνάκη. Η κεντρική ηρωίδα η Ειρήνη, που «είμαι και δεν είμαι εγώ», με νοσταλγική διάθεση θυμάται τα παιδικά της χρόνια, τους φίλους και συμμαθητές, τα πάρτυ με το «βρομερό παιχνίδι που λεγόταν μπουκάλα» και τα μπλουζ˙ την πολιτική ενηλικίωση της στα γραφεία της πολιτικής παράταξης ΔΗΜΑΚ, μαθητικής οργάνωσης του ΚΚΕ Εσωτερικού˙ τις διαδηλώσεις, τις συγκεντρώσεις και την ηγετική φυσιογνωμία του Λεωνίδα Κύρκου˙ την πνευματική χειραφέτηση μέσα από τη λογοτεχνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο˙ και την ερωτική ενηλικίωση αρχικά μέσα από μια αθώα ερωτική επαφή με αγόρι και στη συνέχαι με έναν νεαρό από την ΚΝΕ, την κατά κάποιον τρόπο αντίπαλη κομμουνιστική παράταξη. Η αυτοβιογραφία συμπλέκεται με το χρονικό και τη μυθοπλασία σε μια ρέουσα τριτοπρόσωπη αφήγηση που καλύπτει ένα διάστημα έξι χρόνων: από το 1973, απαρχές της πτώσης της Χούντας, έως το 1979, που η Ειρήνη τελειώνει το εξατάξιο ιδιωτικό σχολείο και δίδει εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Τα χρόνια, δηλαδή, που η έφηβη ηρωίδα ανακαλύπτει το πρόσωπο της γενιάς της μέσα από τη σκοπιά της Ανανεωτικής Αριστεράς. Ο χρόνος της ιστορίας διακόπτεται από πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις -μαρτυρίες φίλων και συναγωνιστών, από τον ίδιο ή διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, εμπλουτίζοντας την εικόνα και τα χαρακτηριστικά της εποχής.
Την αναγωγή της προσωπικής διαδρομής της Ειρήνης σε συλλογικό βίωμα παρουσίασε στη συνέχεια ο Δήμαρχος Ρεθύμνου κος Γιώργης Μαρινάκης. Συνομήλικος σχεδόν με την γεννημένη το 1961 συγγραφέα, βιώνει το κλίμα της εποχής της Μεταπολίτευσης ως φοιτητής και αναγνωρίζει τα σημεία αναφοράς μιας εποχής πολιτικής και πολιτιστικής ενηλικίωσης/αναγέννησης της ελληνικής κοινωνίας: τις ιδεολογίες που συγκινούσαν, ενθουσίαζαν, τις πολιτικές συζητήσεις που διεύρυναν τον ορίζοντα σκέψης, τους δασκάλους στη Νομική που ενέπνεαν, όπως ενέπνεε την κεντρική ηρωίδα ο αγαπημένος φιλόλογος που είχε βρει επί χούντας πολύτιμο καταφύγιο στο ιδιωτικό σχολείο που φοιτούσε, τη συμμετοχή σε μαθητικά και φοιτητικά κινήματα και οργανώσεις, όπου οι αξίες όπως της φιλίας και της συντροφικότητας σηματοδοτούσαν αρχές και συμπεριφορές και επαλήθευαν ότι το «προσωπικό συναντιέται με το πολιτικό». Η μαθητεία στο θεσμό της Δημοκρατίας πραγματώνεται σε διάφορα πολιτικά πλαίσια και από ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών χώρων με το όραμα και το πάθος της σταθεράς των ιδεών και των βεβαιοτήτων. Αυτή η δυναμική αποπνέει την πίστη στην προσπάθεια και προκαλεί την αισιοδοξία. Γι’ αυτό και ο ομιλητής υιοθέτησε την αποφθεγματική ρήση του καθοδηγητή που επηρέασε και τη συγγραφέα «το καλύτερο είναι εχθρός του καλού» και προέτρεψε “ξεκινήστε να διαβάζετε το βιβλίο από το τέλος” παραπέμποντας στις τελευταίες φράσεις του βιβλίου:
«Ὀφείλει να ἀλλάξει, θα μποροῦσα να εἶχα προσθέσει.
Κατά κάποιον τρόπο, ἡ αἰσιοδοξία εἶναι κι αὐτή ἕνα κληροδότημα τῆς ἐποχῆς».
Την επιρροή της διαφώτισης και του καθοδηγητή στη διαμόρφωση της έκρυθμης εφηβικής ψυχολογίας μέσα σε ένα κλίμα πολιτικής έξαψης αλλά και την οπτική που διαμορφώνει η απόσταση από το βίωμα και διαθλά την πραγματικότητα διέκρινε ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ευάγγελος Καραδήμας. Με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο η παρουσίασή του επικεντρώθηκε σε ερωτήματα που προκύπτουν σε σχέση με τον προσδιορισμό της εξωτερικής πραγματικότητας ως πλαισίου που συνθέτει το περιβάλλον της συνειδητής εμπειρίας του καθενός και πώς αυτό μεταλλάσσεται μέσα από την αφήγηση. Από αυτήν την οπτική αποτελεί γοητευτική πρόκληση η αποσαφήνιση της αοριστίας του υποκειμένου στον τίτλο του βιβλίου «Και βέβαια αλλάζει». Αλλάζει η εξωτερική πραγματικότητα, αλλάζει ο άνθρωπος που βιώνει αυτήν την πραγματικότητα με βάση τα συνειδητά αισθητικά δεδομένα, αλλάζει η πρόσληψη της πραγματικότητας μέσα από την αφήγηση, υπονομεύει η αφήγηση την πραγματικότητα; Η 13χρονη ηρωίδα, οι φίλοι και συνοδοιπόροι βρέθηκαν στο μεταίχμιο των μεταπολιτευτικών εξελίξεων και αναμετρήθηκαν με μια εποχή τεράστιων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών. Σαράντα χρόνια μετά για να αποκτήσει θετικό πρόσημο ο τίτλος, όσο κι αν περιέχει και την ουτοπία, προκρίνεται “η αναμέτρηση με την πραγματικότητα” με παρακαταθήκη τις συμπεριφορές και τις ιδέες αυτής της γενιάς και την τόλμη της αυτοσυνειδησίας.
Η πραγμάτευση μιας περιόδου με τόσο έντονες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ζυμώσεις και τόσους πολλούς συμβολισμούς είναι αναπόφευκτο να αποτελεί αφορμή για προβληματισμό και αναστοχασμό. Αυτό ήταν και το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η ομιλία του κου Παναγιώτη Στάθη, ιστορικού. Η γενιά της ηρωίδας και όλων όσοι γεννήθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ΄50 και αρχές της δεκαετίας του ΄60 δεν πρόσφερε την ευκαιρία για επαναστατική και ηρωική δράση. «Ημασταν παιδιά στη Μεταπολίτευση, βρέφη, κουτάβια, δεκατριών, δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρονών. Είχαμε χάσει μόλις το σπουδαίο γεγονός, το Πολυτεχνείο. Κοιτάζαμε τους μεγαλύτερους με δέος, επειδή ακριβώς το είχαν ζήσει, είχαν νιώσει πάνω τους (εδώ που τα λέμε, κάποτε κυριολεκτικά στο πετσί τους) τα σκληρά γεγονότα και την άγρια εκδοχή της ιστορίας. Εμείς μεγαλώναμε στα πούπουλα κατά κάποιον τρόπον, χωρίς τη βία πάνω μας και μονάχα με τον απόηχο του ηρωισμού». Πρόσφερε όμως ευκαιρίες για μεταρρυθμίσεις και χρήσιμους -ισμούς, όπως ο προοδευτισμός. Αν η αναδρομή σ’ αυτά τα σαράντα χρόνια δείχνει ότι ιστορία διαψεύδει και ειρωνεύεται και αν σ’ αυτά τα σαράντα χρόνια άλλαξε μόνο ένα γράμμα-από ΔΗΜΑΚ έγινε ΔΗΜΑΡ- αυτό σημαίνει την αναγκαιότητα άλλης στάσης. Την αναγκαιότητα της συναίνεσης και των συμβιβασμών για να μπορέσουν να αξιοποιηθούν οι ιδέες της Ανανεωτικής Αριστεράς μέσα στην κρίση και για να αποκτήσει η εποχή της μεταπολίτευσης για τους νέους της σημερινής εποχής τη σημασία του ιστορικού γεγονότος.
Τον λόγο πήρε στη συνέχεια η συγγραφέας η οποία, αφού ευχαρίστησε τους διοργανωτές, τους ομιλητές και όλους όσοι παραβρέθηκαν στην εκδήλωση, έκλεισε την παρουσίαση με ένα σύντομο κείμενο.
Οι διοργανωτές της εκδήλωσης ευχαριστούν το Κέντρο Κρητικής Λαϊκής Τέχνης και την υπεύθυνη κα Μαρία Μοσχονά όπως και όσους βοήθησαν στην τεχνική υποστήριξη(ήχος-φωτισμός) για την πραγματοποίηση και επιτυχία της εκδήλωσης.