Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
matprin5758@gmail.com
Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΝΤΟΥ
Ήτονε ένας έμπορος στο Κάστρο απού πλιά[1] ώργιος[2] δεν υπήρχενε στο τόπο. Επέρνα καλά μα έπεσε όξω σ τσι δουλειές του, εντρέπουντονε και έδραμε οθέ τη Πόλη. Εκειά απού γύριζε άπραγος απαντήχνει μια χήρα, απού ΄τανε πλούσια. Ντελόγο που τονε θωρεί, τσ’ αρέσει και του κάνει:
«Απού που ‘σαι;»
«Από το Κάστρο τση Κρήτης, έμπορας απού πεσα όξω, ντράπηκα να με θωρούνε κι έφυγα!»
«Έλα να σε πάρω ‘γω, να σ’ ανοίξω ένα εμπορικό. Για να μη μπέσεις όξω να γυρεύεις τρείς βολέ απάνω τη τιμή τωνε. Ετσά δε θα πουλείς πράμα, μα μη φοβάσαι έχω ‘γω να περνούμε»
«Ετσά σε παίρνω κι εγώ!»
Μιαν ημέρα τονε θωρεί η βασίλισσα, τσ’ αρέσει και πάει στο εμπορικό ντου να πουσουνίσει.[3]Ευτός τση ζήτηξε πολλά λεφτά και δε επήρε πράμα, μόνο καθίζει σ’ ένα καναπέ κι εξάνοιγε. Εκειά απου καθούτανε βάνει κάτω απου το μαξελάρι μια πέτρα, ένα κάρβουνο κι ένα ξύλο και δράμει.
Θέτει ο έμπορας στο καναπέ να ξαποστάσει, τη γυναίκα ντου και τση το λέει.
Γροικά τονε αυτή και του κάνει:
«Να σηκωθείς να δράμεις οθέ το παλάτι, να μπεις απού τη πόρτα και να κάτσεις στην πέτρα απού ‘ναι κοντά στη καρβουνοθήκη!»
Πάει, το λοιπός, καθίζει εκειά απού του ΄πε η γυναίκα ντου και εκράτιε τη πέτρα, το ξύλο, το κάρβουνο κι επερίμενε.
Προβαίνει[4] η βασίλισσα απού το παραθύρι μ’ ένα καρφίχτη[5] και τονε νταλώνει[6] τρείς βολές. Περιμένει τηνε να τονε πάρει, μα νεφιλέ[7]! Σα δεν ήρχουντανε σηκώθηκε κι έφυγε. Πάει στο σπίτι και λέει τση γυναίκας του έτσα κι ετσά μου κάμε. Κάνει του αυτή:
«Με το καρφίχτη ξάνοιγε να σου πει να πάης αύριο την αργαδινή[8]!»
«Δε πάω μπλιό!»[9]
«Όϊ να πάεις!»
Πηαίνει και καθίζει στον ίδιο τόπο κι ανειμένει. Αργεί να φανεί η Βασίλισσα, τονε παίρνει ο ύπνος και όντε φάνηκε κοιμούντονε. Θέτει του στη μούρη μια φουκτέ[10] φλούδια καρυδιώ, αμυγδάλω και φυστικιώ. Στην υστεριά ξυπνά, μα βασίλισσα δε θωρεί, μόνο τα φλούδια απάνω στη μούρη ντου. Μανίζει [11] δράμει στο σπίτι ντου και λέει ότι πάθε στη γυναίκα του.
«Σου λέει, όντε πας να τση κρατείς φιστίκια, καρύδια, αμύγδαλα και να μη νυστάζεις αύριο την αργαδινή απού θα ξαναπάς»
«Εγώ δε ξαναπάω!»
«Καλλιά σου ‘ναι να ξαναπάς!»
Ακούει τη γυναίκα του και πάει, δεν περνά πολύ ώρα, νάσου προβαίνει η Βασίλισσα. Παίρνει ότι τση ‘φερε και τονε βάνει στο παλάτι.
Ο Βασιλιάς είχε δράμει σένα τόπο μακρινό. Ήτονε διαταγή του να μην άφτουν[12] ούλα τα φώτα όντε έλειπε. Η βασίλισσα τ’ άφτει, τα θωρεί ο στρατηγός, ψυλλαφτιάζεται[13] τη δουλειά, μπαίνει μέσα στο παλάτι ,τσοι πιάνει και τση θέτει στη φλακή.
Όντε ‘φυγε ο στρατηγός ,κάνει του φρουρού η βασίλισσα:
«Κατέεις τη γυναίκα του εμπόρου απού ΄ναι μαζί μου;»
«Κατέω τηνε!»
«Θα μου κάμεις μια χάρη;»
«Αν μου περνά[14]»
«Περνά σου! Μόνο να πάεις στο σπίτι τζη και να πετάξεις τρείς πέτρες. Αλλά να πετάς κάθε μισή ώρα μια, όϊ ούλες μαζωμένες!»
«Καλά θα δράμω ντελόγο!»
Πάει και πετά μια πέτρα. Τηνε γροικά η γυναίκα του έμπορα και κάνει:
«Ώφου κι επιάσανε τον άντρα μου με τη βασίλισσα!»
Σε μισή ώρα πετά και τη δεύτερη:
«Στη φλακή τσοι ‘χουνε!»
Γροικά και τη Τρίτη:
«Μηνά μου να πάω ….!»
Φτάνει και κάνει του φρουρού:
«Θέλω να δω τη βασίλισσα!»
«Να τηνε δεις!».
Τηνε βάνει μέσα, αλλάσσει τα ρούχα τζη με τη βασίλισσα απού πορίζει αγνώριστη. Βάνει η γυναίκα του εμπόρου άλλα ρούχα απού ‘χε φερμένα.
Σαν γάειρε ο βασιλιάς του κάνει ο στρατηγός:
«Τη γυναίκα σου ‘χω στη φλακή γιατί την ηύρα μ’ άλλο!»
Μπαίνει στο παλάτι, θωρεί τα βασίλισσα απού του κάνει;
«Θωρείς τος στρατηγό σου, ήρθε γείς με τη γυναίκα ντου να μασε δει και τσοι ‘βαλε στη φλακή, ίντα σκοπούς είχε, εσύ του το ‘χες ειπωμένο;»
Έβαλε τονε και διατάσσει να καταλύσουνε το στρατηγό.
[1] Περισσότερο.
[2] Ωραίος,
[3] Ψωνίσει.
[4] Εμφανίζεται.
[5] Καθρέφτη.
[6] Θαμπώνει.
[7] Μάταια.
[8] Βράδυ
[9] Ξανά.
[10] Φούχτα.
[11] Θυμώνει.
[12] Ανάβουν.
[13] Υποψιάζεται.
[14] Αν είναι στην δυνατότητα μου.