Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
ξεθαμπόλιασμα: το εξάρθρωση, φρ. «από τα πολλά χοροπηδητά απού κάνεις στο χορό θα ξεθαμπολιαστής».
ξεθρακίζω: καθαρίζω το χωράφι από τις πέτρες, φρ. «ξεθράκισε το σώχωρο γιατί ‘ναι γεμάτο πέτρες».
ξεκαπυρώνω: κοκκινίζω, φρ. «ξεκαπύρωσε απού τη ντροπή ντου όντε είδε τη κοπελιά που του προξενεύγανε».
ξεκατινιάζομαι: ξεχαρβαλώνομαι, φρ. «δε μου δέσανε καλά το πόδα απού σπασε και ξεατινιάστικα».
ξεκερώνω: υποβιβάζω, φρ. «δεν ήτονε εργατικός και τονε ξεκερώσανε στη δουλειά ντου».
ξεκορνιάζω: ξεμουδιάζω, φρ. «σηκώνου κιαμιά φορά για να ξεκορνιάζει ο πόδας σου».
ξεμαμουρεύγω: δεν ντρέπομαι, φρ. «εσύ μωρέ ξεμαμουρεύγεις και τσοι γερόντους».
ξέμοδο,το: περασμένης μόδας, φρ. «το φουστάνι απού σου πουλήσανε συντέκνισσα ήτονε ξέμοδο».
ξεμουρίζω: βγαίνω όξω, φρ. «ο γυιούκα σου ξεμούρισε οψάργας και δεν τονε πήρατε χαμπάρι».
ξεμπουργάρω: καθαρίζω, φρ. «άμε να ξεμπουργάρης τα’ αυλάκι να μη χύνεται το νερό όξω».
ξεμύγι,το: συγκέντρωση κόσμου που περπατά, φρ. «ένα ξεμύγι ακλούθιε ένα ταμπούκι (φέρετρο)».
ξεπατωκαλάθα,η: αυτός που δεν είναι εχέμυθος, φρ. «ξεπατωκαλάθα ‘ναι η συντέκνισσα σου κουμπάρα και να μη τση λες πράμα μυστικό».
ξεποτοκίζω: παίρνω όλα τ’ αυγά, φρ. «μπήκε μια ζουρίδα στον ορνιθώνα και τονε ξεποτόκισε».
ξερυ(η)πίδι,το: άπλυτο ρούχο, φρ. «βαρέθηκα να σου μπουγαδιάζω τα ξερυπίδια σου, ώρα σου ‘ναι να βρης κιαμιά γυναίκα».
ξερυ(η)πίζω: καθαρίζω, ξεβρωμίζω, , φρ. «ούλη μέτρα ξερυπίζω τα ρούχα του προκομένου μου απού τα βρωμαίζει και μια μέρα να τα βάλη».
ξεροτσιβούρα,η: βοριάς χωρίς βροχή και με πολύ κρύο, φρ. «τούτηνε η ξεροτσιβούρα θα μασε ξεκάμει τσοι γερόντους».
ξεσταλιστό,το: 1.το εκτός μάντρας, φρ. «άμε μωρέ να ποτίσης το ξεσταλιστό ωζό μας».2.την ώρα που τα πρόβατα φεύγουν από τη σκιά, στο ξεσταλιστό επήγαμε κι εχορέψαμε στο πανηγύρι».