Στα πλαίσια των μαθημάτων της Τρίτης τάξης του Δημοτικού, τα Τριτόπουλα του 14ου Δημοτικού Σχολείου Ρεθύμνου πήραν συνεντεύξεις από τις γιαγιάδες, τους παππούδες τους κι από τους γονείς τους με σκοπό να ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο τότε που ήταν ακόμα μικροί μαθητές. Ανέλαβαν τον ρόλο των δημοσιογράφων κι αφού ρώτησαν κι έμαθαν για «το σχολείο του άλλοτε» συγκέντρωσαν τις αναμνήσεις από τα μαθητικά τους χρόνια σε ένα κομμάτι χαρτί. Ιστορίες που για τους σημερινούς μαθητές φαντάζουν σαν παράξενα εξωγήινα όντα…
Για να μαθαίνουν λοιπόν οι μικροί και να θυμούνται οι μεγάλοι…
Η γιαγιά του Ορέστη θυμάται…
«Θυμάμαι ότι πριν από τον πόλεμο με τους Γερμανούς πήγαινα σε ένα Τριθέσιο σχολείο στα Περιβόλια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, στα μέσα περίπου της σχολικής χρονιάς όταν φοιτούσα στη Δευτέρα τάξη, μετακομίσαμε για δυόμιση χρόνια στο χωριό Απόστολοι, στο Αμάρι. Είχε ένα σχολείο Μονοθέσιο που ήταν όλες οι τάξεις μαζί! Εκεί συνέχισα τη Δευτέρα τάξη. Δεν έχασα καμία χρονιά. Πηγαίναμε κανονικά σχολείο ακόμα και τότε που είχαμε τον πόλεμο. Ήταν μεγάλο το σχολείο και είχαμε ένα τμήμα, από την πρώτη τάξη μέχρι την έκτη. Τότε, θυμάμαι, είχαμε μία δασκάλα πάρα πολύ καλή, την κυρία Σοφία. Αγαπούσε τα παιδιά, δεν τα μάλωνε και τα συμβούλευε. Όταν πήγαινα σχολείο μου αρέσανε όλα τα μαθήματα αλλά πιο πολύ μου αρέσανε τα Μαθηματικά, τα Θρησκευτικά και η Ιστορία. Η Γεωγραφία δε μου άρεσε γιατί έπρεπε να τα θυμάμαι όλα…ονόματα, πληθυσμούς…κι εγώ δεν μπορούσα να τα θυμάμαι τόσα ονόματα. Ενώ ο παππούς ήταν στη Γεωγραφία άριστος!…»
Ο παππούς της Ευτυχίας θυμάται…
«Τι ιστορία να θυμηθώ Ευτυχία μου; Όταν επηγαίναμε στο σχολείο και ήμασταν αδιάβαστοι, ανοίγαμε τα χέρια μας. Ο δάσκαλος τότε είχενε μια βέργα και μας έδερνε. Στο σχολείο επήγα μέχρι που ετελείωσα το δημοτικό. Επήγα και στο γυμνάσιο μα δεν επέρασα και δεν εξαναπήγα. Δεν πήγα στο γυμνάσιο ούτε στο λύκειο. Το σχολείο μου άρεσε θέλοντας και μη. Έπρεπε να πηγαίνεις υποχρεωτικά στο σχολείο. Ο δάσκαλός μας ήταν μέτριος και θυμάμαι ότι αγαπούσε το κρασί…»
Ο παππούς του Αδάμ θυμάται…
«Όταν πήγαινα σχολείο θυμάμαι ότι περίμενα το πρωί να χτυπήσει το κουδούνι για να πάω στο σχολείο. Κάναμε μάθημα κάθε πρωί και απόγευμα εκτός από την Τετάρτη και το Σάββατο. Το σχολείο ήταν Μονοθέσιο και είχα μια δασκάλα. Η δασκάλα μου ήταν αυστηρή όταν δεν ξέραμε το μάθημα και μας χτυπούσε με έναν χάρακα…»
Η γιαγιά της Αφροδίτης θυμάται…
«Πήγαινα στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Έδεσσας πριν από 63 χρόνια. Τότε φορούσαμε μπλε ποδιά με άσπρο γιακά και άσπρη κορδέλα στα μαλλιά. Μέχρι την Πέμπτη τάξη είχα δάσκαλο. Όταν δεν ξέραμε το μάθημα μας χτυπούσε στο χέρι με μια βέργα. Θυμάμαι που έπαιζα με τις αγαπημένες μου φίλες, την Κατερίνα και τη Βαγγελίτσα. Τα μαθήματα που μου άρεσαν πολύ ήταν η Ιστορία, τα Θρησκευτικά και η Γεωγραφία…»
Η μαμά του Μανώλη θυμάται..
«Το σχολείο μου ήταν μικρό και συχνά έκαναν δύο τάξεις μαζί μάθημα γιατί ήταν λίγα τα παιδιά. Το πρώτα χρόνια το σχολείο δεν είχε κυλικείο. Αργότερα, όταν άρχισε να λειτουργεί το κυλικείο, ανέλαβαν να δουλεύουν σε αυτό τα παιδιά της έκτης τάξης. Για κουδούνι το σχολείο είχε μία μεταλλική καμπανούλα με ξύλινη λαβή. Την ώρα του διαλείμματος την έπιανε ένα παιδί του σχολείου, έβγαινε στο προαύλιο και την κουνούσε δυνατά για να την ακούσουν όλα τα παιδιά και για να βγουν στο διάλειμμα. Ο δάσκαλος ήταν αυστηρός κι έβαζε τιμωρία στα «άτακτα» παιδιά, όπως να γράψουν πολλές φορές ότι δε θα ξανακάνουν την ¨κακή¨ πράξη για την οποία τιμωρήθηκαν. «Δε θα ξαναχτυπήσω το παιδί…, δε θα ξαναχτυπήσω το παιδί…». Πήγα μέχρι το πανεπιστήμιο και κατάφερα να κρατήσω πολλά ενθύμια από τη σχολική μου ζωή όπως το αγαπημένο μου βιβλίο το Ανθολόγιο».
Η μαμά της Ελπίδας θυμάται…
«Θυμάμαι ότι η δασκάλα μου στην Πρώτη και στη Δευτέρα τάξη ήταν αυστηρή. Μου έκανε εντύπωση που μία μέρα ήρθαν στο σχολείο κάποιοι εκπρόσωποι από το Υπουργείο για να κάνουν δοκιμασίες στους μαθητές με σκοπό να βρουν μελλοντικούς αθλητές για τους Ολυμπιακούς αγώνες…»
Η γιαγιά της Στελλίνας θυμάται…
«Πήγα στο σχολείο μέχρι την Έκτη δημοτικού. Ο δάσκαλος μου ήταν λίγο αυστηρός γιατί όταν πήγαινα εγώ σχολείο φορούσαμε μπλε φουστίτσες με άσπρα γιακαδάκια. Επειδή δεν είχα μητέρα, ο γιακάς μου ήταν συνέχεια λερωμένος και γι΄αυτό ο δάσκαλος έπαιρνε τη βέργα και με έδερνε πάρα πολύ στα χεράκια μου. Ήταν πάρα μα πάρα πολύ αυστηρός. Αυτό που έχω κρατήσει από τα μαθητικά μου χρόνια είναι ότι είχα πολλούς φίλους που με υποστήριζαν πολύ, με αγαπούσαν κι ότι είχαν το μοιράζονταν μαζί μου και με την ψυχή τους. Θυμάμαι, ότι επειδή δεν είχα μητέρα με πήγαινε κάθε πρωί ο μπαμπάς μου στο σχολείο. Είχα μείνει ορφανή από πέντε χρονών. Πήγαινα με μεγάλα νύχια στο σχολείο και κάθε πρωί, αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ, με έδερνε στα χέρια κι έκλαιγα. Μαζί με μένα έκλαιγαν μαζί μου και οι φίλοι μου από τη στεναχώρια τους …»
Για να μαθαίνουν λοιπόν οι μικροί και να θυμούνται οι μεγάλοι…