ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας κέρδισε ο Γιώργος Λάνθιμος!

Ο Γιώργος Λάνθιμος κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας με την ταινία “Poor Things”. Ο Έλληνας σκηνοθέτης βαθιά συγκινημένος ευχαρίστησε τους συντελεστές της ταινίας και ιδιαίτερα την πρωταγωνίστριά της Έμμα Στόουν.

Η ταινία εθεωρείτο φαβορί καθόλη τη διάρκεια του φεστιβάλ καθώς από την πρώτη προβολή κέρδισε τα πιο θετικά σχόλια των κριτικών.

Κατά την απονομή του βραβείου, ο Γιώργος Λάνθιμος, αφού υπογράμμισε με νόημα πως επιτέλους η βιομηχανία ήταν τώρα έτοιμη για αυτό το φιλμ –που ετοιμαζόταν χρόνια–, το αφιέρωσε στην κεντρική του ηρωίδα: «Το φιλμ είναι η Μπέλα Μπάξτερ, ένα υπέροχο πλάσμα. Και δε θα υπήρχε χωρίς την Έμμα Στόουν, ένα άλλο υπέροχο πλάσμα. Το φιλμ αυτό είναι δικό της, μπροστά και πίσω από την κάμερα».

Η ταινία αποτελεί μια μοντέρνα διασκευή του μύθου του Φρανκενστάιν βασισμένη στο ομώνυμο βραβευμένο βιβλίο του Άλιστερ Γκρέι από το 1992 (“Χαμένα Κορμιά”, όπως κυκλοφορεί στα ελληνικά), σε σενάριο του Τόνι Μακναμάρα, ο οποίος είχε ταιριάξει εξαιρετικά με τον Λάνθιμο στην “Ευνοούμενη”. Η Έμμα Στόουν πρωταγωνιστεί ως Μπέλα Μπάξτερ, μια γυναίκα που επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο πίσω στη ζωή από τον ιδιοφυή επιστήμονα Γκόντγουιν Μπάξτερ (Γουίλεμ Νταφόε), κι η οποία μαθαίνει κάθε τι στη ζωή, από την αρχή. Ένας δικηγόρος μπαίνει σύντομα στην εικόνα (ο Μαρκ Ράφαλο στην αστειότερη στιγμή της καριέρας του), κεντρίζει το ενδιαφέρον της Μπέλα και συνδέεται με την αγωνία της να ανακαλύψει τον κόσμο. Και μαζί φυσικά τον εαυτό της.

Η οδύσσεια της Μπέλα τη φέρνει σε διάφορες πόλεις και σκηνικά και μαζί της συστήνει διάφορες σεξουαλικές δυναμικές που συχνά ξεφεύγουν από την απλότητα του «μου αρέσει / δεν μου αρέσει» ή «τον θέλω / δεν τον θέλω». Και ταυτόχρονα εξερευνά τις συμπεριφορές των γύρω της (αντρών), το τι βλέπουν σε αυτή, τι θέλουν από εκείνη, αλλά κυρίως πώς. Έλεγχος, επιθυμία, αθωότητα, όλα στο μίξερ – κανείς δεν αποτελεί τη μαγική λύση. «Τέρατα!», τους φωνάζει κάποια στιγμή.

Η Έμμα Στόουν είναι εκπληκτική μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, μια ηθοποιός σε σπάνια στιγμή πλήρους, απόλυτου δωσίματος σε σκηνοθέτη, σε όραμα, σε ρόλο. Παίζει μια γκάμα δεκάδων διαφορετικών καταστάσεων, συναισθηματικών και νοητικών περιοχών, σεξουαλικής ορμής, πίκρας, έκστασης, αθωότητας, σοφίας, κι όλα σε συνδυασμούς μεταξύ τους. Η ταινία είναι και Πινόκιο και Barbie μαζί, και Γκίλιαμ και Κιούμπρικ, και αστεία και φρικιαστική, και ωμά σεξουαλική και ωμά gory, και απαιτητική και γλυκιά κι αισιόδοξη, ένας αντι-Πυγμαλίωνας που φτιάχτηκε στο σήμερα αλλά δεν ανήκει (αποκλειστικά) σε αυτό.

Στα υπόλοιπα βραβεία, τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής ο σπουδαίος Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι για το βραδυφλεγές και επίκαιρο δράμα “Evil Does Not Exist”, για μια πολυεθνική που θέλει να εκμεταλλευτεί τουριστικά μια επαρχιακή περιοχή, αλλά και ο Ματέο Γκαρόνε του “Γόμορρα”, για προσφυγικό δράμα “Io Capitano”.

Βραβεύτηκαν ακόμη η Κέιλι Σπέινι για την ερμηνεία της ως Πρισίλα Πρίσλεϊ στο “Priscilla” της Σοφία Κόπολα, ο Πίτερ Σάρσγκαρντ για το “Memory” του μεξικάνου σκηνοθέτη Μισέλ Φράνκο, αλλά και η πολωνή σκηνοθέτης Ανιέσκα Χόλαντ για το άκρως επίκαιρο φιλμ “Green Border”, για τα όσα συμβαίνουν στα σύνορα μεταξύ Λευκορωσίας και Πολωνίας, εκεί όπου πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά παγιδεύονται σε μια γεωπολιτική κρίση κυνικά σχεδιασμένη.

Αναλυτικά όλα τα βραβεία του 80ού φεστιβάλ Βενετίας:

Χρυσό Λιοντάρι: “Poor Things” του Γιώργου Λάνθιμου

Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής: “Evil Does Not Exist” του Ριγουσούκε Χαμαγκούτσι

Αργυρός Λέοντας Σκηνοθεσίας: Ματέο Γκαρόνε για το “Io Capitano”

Coppa Volpi Γυναικείας Ερμηνείας: Κέιλι Σπέινι για το “Priscilla” της Σοφία Κόπολα

Coppa Volpi Αντρικής Ερμηνείας: Πίτερ Σάρσγκαρντ για το “Memory” του Μισέλ Φράνκο

Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής: “Green Border” της Ανιέσκα Χόλαντ

Βραβείο Σεναρίου: Γκιγιέρμο Καλντερόν και Πάμπλο Λαραϊν για το “El Conde” του Πάμπλο Λαραϊν

Βραβείο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι (για ανερχόμενο ηθοποιό): Σεϊντού Σαρ για το “Io Capitano” του Ματέο Γκαρόνε