Ο γερο-Ψηλορείτης από τα νότια και ο Κουλούκωνας από τα βόρεια δεσπόζουν επιβλητικά απέναντι από το χωριό Γαράζο, ενώ η κοιλάδα του Μυλοποτάμου και το Κρητικό Πέλαγος προσφέρουν μια ανεπανάληπτη οπτική εμπειρία, που δύσκολα το ανθρώπινο μάτι μπορεί να χορτάσει.
Ιστορικά, το Γαράζο ανήκε πάντα στην Επαρχία Μυλοποτάμου και αναφέρεται σε όλες σχεδόν τις απογραφές πληθυσμού που έγιναν από το 1577 από τον Ενετό κατακτητή (16ος-17ος αιώνας), τον Τούρκο δυνάστη (17ος-τέλη 19ου αιώνα), αλλά και μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης από τη μητροπολιτική Ελλάδα, με σημαντικό πληθυσμό (ενίοτε με περισσότερους από πεντακόσιους κατοίκους).
Το Γαράζο, όμως, υπήρξε και πηγή πολύτιμης συνεισφοράς αγωνιστών, τόσο κατά τις Κρητικές Επαναστάσεις του 1878 και 1898, όσο και σε όλους τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες που ακολούθησαν -σύμφωνα με τον Γιάννη Κυρμιζάκη υπεύθυνο του Μουσείου Γαράζου. Ενώ σημαντικές μορφές του τόπου, λαϊκοί και κληρικοί, όπως ο Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Πλουμής, αλλά και ο οπλαρχηγός Δημήτριος Βασιλάκης και κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων ο Εμμανουήλ Μανιός, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, θυσίασαν τη ζωή τους για τη δικαίωση των ιδεωδών της πατρίδας και του έθνους.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη, στον τομέα ειδικότερα της πρωτογενούς παραγωγής, το Γαράζο κατέχει μακρά παράδοση.
«Η σύσταση του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού, στα 1947, αλλά και η συνεργασία μεταξύ των παραγωγών, μέσα από την ίδρυση της Ένωσης Κιτροπαραγωγών Γαράζου, μόλις στα 1931, με σκοπό τη διάθεση του κίτρου, μαρτυρούν τη φιλοπονία των κατοίκων του χωριού. Αποτέλεσμα των έντονων αυτών δραστηριοτήτων υπήρξε η εξαγωγή κίτρου σε ξένες αγορές, ευρωπαϊκές και μη, αλλά και η προώθηση του κρητικού ελαιολάδου ανά τον κόσμο, καθώς και τα δύο αυτά κύρια προϊόντα εκμετάλλευσης απέκτησαν πολύ καλή φήμη, χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα στην σαπωνοποιία και την παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων» αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Κυρμιζάκης, επισημαίνοντας πως στο Γαράζο και τα δύο αυτά προϊόντα βρήκαν εκπληκτική απήχηση. Αυτός είναι και ο λόγος που στο χωριό διοργανώνεται εδώ και δεκαετίες η γιορτή του κίτρου, με τη στήριξη του Πολιτιστικού Συλλόγου Γαράζου, του Συλλόγου Γαραζανών Αττικής «Ο ΤΑΛΩΣ» και της Δημοτικής Αρχής Κουλούκωνα (νυν Μυλοποτάμου).
Σήμερα, ωστόσο, όμως δυστυχώς το προϊόν δοκιμάζεται. Οι εξαγωγές κίτρου έχουν ατονήσει, η παραγωγή και η συγκομιδή του έχουν εγκαταλειφθεί από τους παραγωγούς, οι οποίοι προτιμούν να επιδίδονται στην καλλιέργεια της ελιάς (που επίσης, όμως, δεν γνωρίζει άνθηση, μέσα στο γενικότερο αντίξοο οικονομικό περιβάλλον και την όλη συγκυρία). Παρά ταύτα, τα δύο προϊόντα κρατούν τον έντονο συμβολισμό στο νησί.
Οι Γαραζανοί, όμως, δεν το βάζουν κάτω.
Όπως τονίζει ο υπεύθυνος του Μουσείου, αξίζει μνείας η δραστηριότητά τους στον τομέα της συγκοινωνίας. «Καθώς το οδικό δίκτυο είχε σχεδόν στο σύνολό του καταστραφεί, οι παλαιές υποδομές είχαν εγκαταλειφθεί στη μεταπολεμική Ελλάδα, η δημιουργία δικτύου αστικής συγκοινωνίας, που θα ένωνε το χωριό (κόμβο, την εποχή μετά τον πόλεμο) φάνταζε -και ήταν- μια απόλυτη διέξοδος για όλους και, κυρίως, τους εμπόρους» σημειώνει ο κ. Κυρμιζάκης και προσθέτει: «Ας αναφερθούν ενδεικτικά οι έμποροι Νικόλαος Βρέντζος, οι Δαφνομήλης και Ορφανουδάκης και ο Ιωάννης Κυρμιζάκης, που εκτελούσαν δρομολόγια από το Ρέθυμνο έως τα Ανώγεια. Τα πρώτα οχήματα κινούνταν με κάρβουνο, διέθεταν ξύλινους τροχούς. Τα περίφημα Γκαζοζέν και τα Μπερλιέ αποτελούσαν τεχνολογικό κόσμημα της εποχής».
Ξεχωριστή θέση στο οδοιπορικό αυτό κατέχουν οι τρεις βελανιδιές που κοσμούσαν την πλατεία του χωριού. Τεράστια δέντρα, συνδεδεμένα με την παράδοση και την καθημερινότητα των Γαραζανών, που «φιλοξενούσαν» κάτω από τα πελώρια κλαδιά τους τα πολιτιστικά δρώμενα του χωριού. Για ποικίλους λόγους, τα δύο κόπηκαν.
Το τρίτο κατέπεσε από σηψιρριζία μετά το χτύπημά του από τουρκικά κανόνια, στην περίοδο της τουρκικής κατοχής. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα δένδρα με τον καρπό τους παραμένουν ζωντανά στη θύμηση των Γαραζανών, οι οποίοι έδωσαν το όνομά τους στην κεντρική πλατεία του. Τώρα, «ποντάρουν» στη νέα βελανιδιά, κοντά στο παλαιό σχολείο…
«Ένα από τα μεγάλα ζητήματα για το Γαράζο ήταν η εξασφάλιση επαρκούς και αδιάλειπτης υδροδότησης, καθώς τα νερά του ποταμού Γεροποτάμου δεν επαρκούσαν, ενώ και η ποσότητά τους δεν ήταν σταθερή, αλλά κυμαινόταν ανάλογα με τις βροχοπτώσεις και άλλους ασταθείς παράγοντες. Τα πολύ παλιά χρόνια, οι καθημερινές εργασίες που γίνονταν με τη χρήση νερού, καλύπτονταν τόσο από ιδιωτικά πηγάδια, όσο και από την Κάτω Βρύση, με τη χρήση αγγείων και πήλινων δοχείων» αναφέρει ο κ. Κυρμιζάκης και προσθέτει: «Το 1952, ο τότε πρόεδρος τής τότε κοινότητας Γαράζου, Νικόλαος Δαφνομήλης, έπειτα από επίπονες προσπάθειες και διαρκείς επικοινωνίες με τους αρμόδιους κρατικούς φορείς, πέτυχε την έγκριση μεταφοράς νερού από την περιοχή Μούσσαι, με τη βοήθεια σωληνωτού δικτύου. Ο ενθουσιασμός, ωστόσο, και η καθημερινή εντατική και εκτεταμένη χρήση νερού προκάλεσε σύντομα νέα ανεπάρκεια και, μάλιστα, σε δύο περιόδους, ανεπάρκεια η οποία αντιμετωπίστηκε με τη διάνοιξη δύο γεωτρήσεων, μέσα σε μια δεκαετία (1960 έως 1970)».
Στον τομέα των οδικών έργων, εντάσσεται η κατασκευή της γέφυρας του κάμπου την περίοδο 1909-1910 που συνέδεσε το Γαράζο με το Πέραμα και άλλα χωριά του Μυλοποτάμου, καθώς έδωσε διέξοδο προς τον επαρχιακό δρόμο. Έχει μήκος 10 μέτρα και πλάτος κάθε τμήματος (αποτελείται από τρεις πελεκωτούς θόλους) 7 μέτρα.
Πρόκειται για έργο πολύ σημαντικό, η συντήρηση του οποίου κρίνεται επιβεβλημένη για την αντιμετώπιση φαινομένων διάβρωσης. Έχει ήδη χαρακτηριστεί ως μνημείο ιστορικό και διατηρητέο, από το 2004.
Στην κεντρική πλατεία του νέου οικισμού του χωριού δεσπόζει ο νεόδμητος ναός της Αγίας Κυριακής, ο οποίος χτίστηκε στο ίδιο σημείο όπου προϋπήρχε παλαιότερος ομώνυμος ναός. Στον παλαιό οικισμό, ο επισκέπτης συναντά τον μητροπολιτικό ναό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ο οποίος χρονολογείται ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, και του οποίου η πρόσοψη αποτελεί πιστό αντίγραφο της πρόσοψης της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Άλλοι ιστορικοί ναοί είναι ο ναός του Αγ. Γεωργίου στην Καμάρα, ο Αγ. Μηνάς, κοντά στην έξοδο του χωριού προς Ομάλα, Λιβάδια και Ανώγεια, αλλά και η Αγ. Μαρίνας, στο κοιμητήριο του χωριού. Επίσης, στην κορυφή του Κουλούκωνα, προβάλλει το Εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού, που γιορτάζεται στις 14 Σεπτεμβρίου, με ανάβαση των πιστών έως εκεί.
Τέλος, καμάρι του χωριού αποτελεί η κεντρική πλατεία του Γαράζου. Αρχικά, ήταν στρωμένη με χώμα και «φιλοξενούσε» ποδοσφαιρικούς αγώνες. Οι κάτοικοι παρακολουθούσαν ανεβασμένοι στα τοιχία ολόγυρα. Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας δημοτικού καταστήματος και κάλυψης της πλατείας με πέτρα και μάρμαρο έγινε από τους Ιωάννη Μανιό και Ιωάννη Μαραθιανό την περίοδο 1981-1990. Η δεύτερη μελέτη έγινε επί προεδρίας Νικολάου Κορνάρου, το 1994-1998. Η τελική διαμόρφωση έγινε επί θητείας του δημάρχου Δημήτρη Κόκκινου μετά τη σύσταση του δήμου Κουλούκωνα.
Γαράζο, τόπος με μακραίωνη ιστορία και με πολλές ομορφιές, με τα διάσπαρτα τα ενετικά καλντερίμια, αλλά και τα χαρακτηριστικά οθωμανικά σπίτια που θυμίζουν άλλες -πιο σκοτεινές- εποχές. Τόπος που μπορεί να φιλοξενεί και να προβάλλει προς τα έξω την κρητική φιλοξενία και την ταυτότητα της «περιφέρειας» του Ρεθύμνου.
Στο παρελθόν, το Γαράζο ήταν πιο ζωντανό και πολλά υποσχόμενο ως κέντρο εμπορικών δραστηριοτήτων και καθημερινών κοινωνικών επαφών. Σήμερα τείνει να παρακμάσει με λίγο και κυρίως γηραιό πληθυσμό, πολύ λίγες προοπτικές μετά και τη φυγή πολλών νέων ήδη από την ταραγμένη δεκαετία του 1960.
«Ακολουθεί και αυτό τη μοίρα του… αλλά προβληματιζόμαστε ποια θα είναι αυτή…» καταλήγει ο κ. Κυρμιζάκης.