Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Μια φορά σ’ένα χωριό ήτονε ένας καλόγερος. Ότι νά ’θελε να πει κιανέν’ αστείο να γελάσει τσοι συγχωριανούς του, εντουσουντίζουντονε[1] να βρει ένα μεγάλο ψώμα. Τα ψώματα τα ντου δεν πειράζανε.
Μιαν αργαδυνή, εκαούντονε[2] στην αποσπερίδα και εκειά απού κουβεδιάζανε για τσι δουλειές τωνε και για τα βάσανα τωνε λέει:
«Εγω σήμερο κατέβηκα στο γυαλό και θωρώ μια σμίνερα. Επέρνα κι επέρνα και η κεφαλή τζη θα ν’ έφταξε ως την Αγιά Γαλήνη, η γι ορά τση ήτονε στο γυαλό επαέ (Πλακιά)!»
Με το τέμπος,[3] απού τάλεγε τον επιστέψανε οι γι άλλοι. Μόνο ένας κοσμογυρισμένος άθρωπος, κωλοπετσωμένος απού λένε, χωρίς να πει πράμα για τη πατσώνα[4] του καλογέρου γυρίζει και λέει:
«Στην Αμέρικα είδα μια φορά κι εγώ και εσιάζανε[5] ένα καζάνι. Μα ίντα καζάνι, όχι σαν τα δικά μας που τυροκομούμε. Σαν απού δουλεύανε σαρανταπέντε αθρώποι. Μέσα όντεν το σιάζανε, ο ένας απού τον άλλο ήτονε τόσονα αλάργο απού δεν εγροίκα ο γείς τον άλλο όντεν εμιλούσανε!»
Τον επιστέψανε οι γι άλλοι κι ο καλόγερος απού γυρίζει και του κάνει:
«Ίντα το κάνανε τόσονα μεγάλο λαβέτζι[6];»
«Το σάζανε για να ψήσουνε τη σμίνερα απού ‘δες σήμερο!»
[1] Σκεφτόταν.
[2] Καθότανε.
[3] Τρόπο.
[4] Ψευτιά.
[5] Κατασκεύαζαν.
[6] Δοχείο.