ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Συλλογή από Κρήσσες Διηγήσεις – Β –

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
matprin5758@gmail.com

ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

Μια βολά ένα βασιλόπουλο εκυνήγα. Ήρθε ένας απού το παλάτι και του μήνυσε πως απόθανε ο αφέντης του. Δεν εφάνηκε να το πολυνοιάζει και συνέχισε να κυνηγά. Στο δρόμο ντου τ’ απαντήχνει ‘νας γεροντής και του κάνει:

«Από πού ‘σαι και οθέ που δράμεις[1];». Του λέει απού ‘τονε αυτός και πως πάει στο τόπο ντου.

Το Βασιλόπουλο τ’ απαντά:

«Εκειά πάω και γω μόνο άνε θέλεις να πάμε παρέα;»

Σαλεύγανε και απαντήξανε ανήφορο και λέει το βασιλόπουλο:

«Βάσταμε να σε βαστώ, να βγάλομε τον ανήφορο».

Μετά φτάξανε σ’ ένα χωράφι και λέει του:

«Τίνος είναι τος στάρι;»

«Του τάδε!»

«Φαωμένο το ΄χει γη όϊ;»

«Αφού ‘ναι άθερο[2], πώς να το ει φαωμένο!»

Όντε φτάξανε όξω απού το χωριό γροικούνε τη καμπάνα να κτυπά.

«Απόθανε ο τάδε». Κάνει ο Γεροντής.

«Και αν απόθανε, ζει;»

«Αφού απόθανε πως ζει;»

Στην υστεριά φτάξανε στο χωριό και πήγανε στο σπίτι του γεροντή, τωνε ανοίγει η θυγατέρα του, μια ώργια[3]κοπελούδα. Τη θωρεί το βασιλόπουλο και κάνει:

«Σπίτι-σπίτι, σπιτάρα. Μα ‘ναι τα δοκάρια σου αρά!»

Μπαίνουνε μέσα, τρώνε και τονε βάζουνε να θέσει, ήτονε βράδυ για να δράμει οθέ το τόπο ντου.

Ο αφέντης θέτει με τη θυγατέρα του απού τονε ρωτά

«Που τονε απάντηξες τουτονέ;»

«Στο δρόμο μου, μα πρέπει νάναι μπουνταλάς και μου ‘λεγε σαφή[4] μπουρνέλες[5]»

«Ίντα σού λεγε μαθώς;»

«Στον ανήφορο μου κάνει…Βάστα με να σε βαστώ, να βγάλομε τον ανήφορο…»

«Τούτονε που σου ΄λεγε εννοά: να κουβεντιάζεται για να μη καταλάβετε το ζόρε τσ’ ανηφόρας»

«Όντε φτάξαμε στο χωράφι του Τάδε λέει μου…Αν έει φαωμένο ή αφάωτο το στάρι…εγώ του ‘πα…αφάωτο τόχει, δε θωρείς απού ‘ναι άθερο!…»

«Εννοά άνε χρωστεί, ευτός απου το ‘χει, γη έχει δανεικό καρπό»

«Όντε σιμώναμε στο χωριό γροικούμε τη καμπάνα να χτυπά και κάνω…Ο Τάδε απόθανε…και με ρωτά…Αν απόθανε ζει;…»

«Σε ρώτηξε αν έχει κοπέλια!»

«Όντε άνοιξες τη πόρτα σε θωρεί και κάνει…Σπίτι-σπιτάρα, μα τα δοκάρια σου αρά…»

«Καλά στο ΄πε! Για του λόγου ‘λεγε, πως είμαι όμορφη μα ‘χω αρά αδόντια!»

Ακούε τηνε το βασιλόπουλο και κατάλαβε πως ήτονε έξυπνη και λογική. Τη ταχυνή λέει στο γεροντή ποιός είναι και του γυρεύγει τη θυγατέρα του για γυναίκα.

Τηνε παίρνει με τη συφωνία να μη εξηγά κιανενούς νιώματα[6].Ειδάλλως θα τηνε χωρίσει και θα τση δώσει μια άμαξα γεμάτη ότι πράματα θέλει.

Γαείρανε στο παλάτι και πήρε τη θέση τ’ αφέντη ντου, έγινε βασιληάς.

Είχενε ‘να στάβλο με μπεγίρια[7],φοράδες και ένας σταβλάρχης απού τα ‘βλεπε. Μιά αργαδινή[8] αποκοιμήθηκε κι ένα μπεγίρι έπνιξε τη φοράδα, απού καβαλίκευε ο βασιληάς. Για τούτονα είπε να τονε καταλύσουνε.

Η γυναίκα ντου ντελόγο[9] δράμει[10] στη βασίλισσα και τηνε παρακαλεί να μη καταλύσουνε τον άντρα τζη.

Λέει τση:

«Δε μπορώ να του γυρέψω να μην τονε καταλύσει αλλά να πα να σταθείς ομπρός, όντε πάει βόλητα και να του κάνεις…Εφούσκωσε η θάλασσα και θα πνίξει ούλη τη πόλι, ίντα θα κάμεις;…ευτός θα σου πει….Δεν έχω ίντα να της κάμω…και εσύ πες του…Ετσά κι ο άντρας δεν εμπόριε να κάνει τίβοστις[11] τση φοράδας όντε έλυσε μπεγίρι»

Έτσα ΄γινε και ο σταβλάρχης εγλύτωσε.

Όντε γάειρε στο παλάτι φωνιάζει τη βασίλισσα και τη ρωτά:

«Εσύ ΄λυσες το νιώμα[12] τση γυναίκας του σταβλάρχη;»

«Εγώ γιατί τηνε λυπήθηκε!»

«Εδά πρέπει κατά πως συφωνήσαμε, να γεμίσεις μια άμαξα μ’ ότι θέλεις και να γαείρεις στο τόπο σου. Μόνο να σου κάμω το τραπέζι πριχού δράμεις!»

Έτσα έγινε και απής φάγανε λέει του η βασίλισσα:

«Αύριο θα σου κάμω κι εγώ το τελευταίο τραπέζι!»

Διατάζει το μάγειρα να κάμει δυό σοκολάτες, απού ξέρε πως αρέσανε τ ’άντρα τζη, η μια ‘χε υπνωτικό κι γι άλλη όχι. Μετά το φαΐ έδωκε του βασιλιά τη πρώτη σοκολάτα και ντελόγο κοιμήθηκε. Τονε βάνει στ’ αμάξι και δράμουνε οθέ το σπίτι τ’ αφέντη τζη. Φτάξανε και τονε παίρνει και θέτουνε μαζί.

Τη νύχτα ξυπνά ο βασιλιάς, θωρεί το φτωχικό δωμάτειο και τηνε ρωτά:

«Που ‘μαστε , που μ’ έφερες;»

«Στ αφέντη μου το σπίτι! Για δε μου ‘πες να πάρω ότι θέλω! Εσένα ΄θελα και σε πήρα!»

Τη ταχινή σηκώνεται παίρνει τη βασίλισσα ντου και γαέρνει στο παλάτι. Κατάλαβε πως κιαμιά δεν θα τον αγάπα πλιά και δεν ήτονε πλιά έξυπνη.


[1] Πηγαίνεις.

[2] Αθέριστο.

[3] Όμορφη.

[4] Συνεχώς

[5] Ανοησίες.

[6] Αινίγματα.

[7] Αρσενικά άλογα.

[8] Νύχτα.

[9] Αμέσως,

[10] Πάει.

[11] Τίποτα.

[12] Στη συγκεκριμένη περίπτωση έδωσε λύση στο θέμα τση γυναίκας.