ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Κλιματική αλλαγή, πολιτική και καθημερινότητα

Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης

Η ανησυχία των τελευταίων δεκαετιών για την καταστροφή του περιβάλλοντος έδωσε τη θέση της πλέον στο φόβο για την επαπειλούμενη κλιματική αλλαγή. Κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί, αλλά και τοπικοί φορείς και φυσικά οικολογικές οργανώσεις ανταλλάσσουν σκέψεις και διατυπώνουν προτάσεις για την αποτροπή της. Το ίδιο συνέβη και στο 35ο Συνέδριο Μυλοποταμιτών, που πραγματοποιήθηκε στην Αρχαία Ελεύθερνατο Σάββατο 20 Αυγούστου 2022, διοργανωμένο από την Πανελλήνια Πολιτιστική Ένωση Μυλοποταμιτών, την Περιφέρεια Κρήτης, την Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου και με την καθοριστική συμβολή του Δήμου Ρεθύμνου, της Κοινότητας και του Πολιτιστικού Συλλόγου Αρχαίας Ελεύθερνας και του δήμου Μυλοποτάμου.

Όπως διαβάζουμε στη σχετική ειδησεογραφία, «οι εργασίες του Συνεδρίου έκλεισαν με την διατύπωση συμπερασμάτων και με την πρόταση να υπάρξει κοινή επιστολή Περιφέρειας, Δήμων, Πανελλήνιας Πολιτιστικής Ένωσης Μυλοποταμιτών και Τοπικών Φορέων προς την Κεντρική Διοίκηση, στην οποία θα διατυπώνονται συγκεκριμένα αιτήματα και προτάσεις προς την Κεντρική Διοίκηση και τα αρμόδια Υπουργεία».

Ιδιαίτερα θετικές εντυπώσεις, καθώς και ελπίδα για το αύριο, προκαλούν, νομίζω, σε κάθε ευαισθητοποιημένο άνθρωπο τα συμπεράσματα και οι προτάσεις, στις οποίες κατέληξαν οι συνδιοργανωτές, μετά από συζήτηση «στρογγυλής τράπεζας», για το φλέγον αυτό ζήτημα. Θα ήθελα όμως, ως απλός πολίτης, να μοιραστώ μαζί σας μερικές συμπληρωματικές σκέψεις, αξιοποιώντας τη φιλόξενη διάθεση του ιστολογίου μας, για την οποία το ευγνωμονώ.

Η περιβαλλοντική καταστροφή (ας αρχίσω από αυτό) είναι η τελική νίκη της ανθρώπινης απληστίας εναντίον του κόσμου που μας περιβάλλει. Αρχίζοντας από την ιδέα ότι η φύση δεν είναι δημιούργημα κάποιου Θεού (δηλ. δεν είναι κάτι ιερό, που οφείλουμε να το σεβόμαστε), αλλά αντικείμενο για κατάκτηση και εκμετάλλευση, επιστρατεύσαμε όλες μας τις δυνάμεις για να πάρουμε από αυτήν ό,τι μπορούσε να μας δώσει. Σήμερα, καταλήγουμε στο άλλο άκρο: ο φόβος μας και ίσως οι ενοχές μας για όσα κάναμε, έφεραν πολλούς στο σημείο να λατρεύουν τη φύση σαν θεότητα, επιστρέφοντας σε μια νέα μορφή ειδωλολατρίας και φτάνοντας ακόμη και να διακηρύσσουν ότι δεν πρέπει να αποκτούμε παιδιά, γιατί κάθε άνθρωπος που γεννιέται επιβαρύνει το περιβάλλον περισσότερο.

Στο διά ταύτα, το ερώτημα είναι: ποιος επιβαρύνει πραγματικά το περιβάλλον, εμείς με τις καθημερινές μας συνήθειες, ή οι βιομηχανίες με τους ρύπους που εξαπολύουν στην ατμόσφαιρα και τα απόβλητα που αδειάζουν στο έδαφος ή σε λίμνες και ποτάμια;

Αναμφίβολα η καθημερινότητα δισεκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς οικολογική συνείδηση, επιβαρύνει ιδιαίτερα το περιβάλλον. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι εκείνοι που έχουν τα μέσα και τον πλούτο μάλλον ευθύνονται περισσότερο, όχι μόνο για την καταστροφή του, αλλά και για την απώλεια οικολογικής συνείδησης από πλευράς μας, αφού για κερδοσκοπικούς λόγους προωθούν μέσω της διαφήμισης στο κοινό την υπερκατανάλωση βιομηχανικών προϊόντων πάσης φύσεως.

Συνεπώς, ως προς την καθημερινότητά μας, το πρώτο μέτρο που πρέπει να λάβει μια πολιτεία (δηλ. ένα κράτος και γενικά ένας δημόσιος φορέας) είναι να καλλιεργήσει στους πολίτες ολιγάρκεια, μια σχετική αυτάρκεια και σωστή καταναλωτική συνείδηση.

Ολιγάρκεια: να αρκούμαστε σε κάτι λιγότερο απ’ όσα θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε χωρίς να τα χρειαζόμαστε. Αυτό είναι και το πνεύμα της Ορθοδοξίας φυσικά, όπως και γενικά των σοφών ανθρώπων όλων των λαών και πολιτισμών.

Αυτάρκεια: να προσπαθούμε να παράγουμε και να κατασκευάζουμε οι ίδιοι όσα χρειαζόμαστε, όπως προσπαθούσαν πάντοτε οι πρόγονοί μας, εδώ και χιλιάδες χρόνια, και συμβαίνει ακόμη στους παραδοσιακούς πολιτισμούς. Η αυτάρκεια βέβαια είναι πάντοτε σχετική, γιατί σίγουρα θα χρειαστείς πράγματα που δεν μπορείς να τα παραγάγεις ή να τα κατασκευάσεις ο ίδιος.

Σωστή καταναλωτική συνείδηση: δεν αγοράζουμε κάτι που μακροπρόθεσμα προκαλεί κάποια βλάβη, ακόμη κι αν είναι εντυπωσιακό και «λαχταριστό» (π.χ. ένα νέο μοντέλο κινητού τηλεφώνου – συνήθως μάλιστα τόσο ακριβό, που μπορεί να χρειαστεί να το πληρώσουμε με δόσεις!), όπως επίσης προτιμούμε να επιδιορθώσουμε κάτι και να το ξαναχρησιμοποιήσουμε ή να βρούμε γι’ αυτό μια διαφορετική χρήση, παρά να το πετάξουμε αμέσως και να φροντίσουμε να αποκτήσουμε άλλο.

Το κράτος και όλοι οι αρμόδιοι φορείς μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο εισάγοντας σχετικά μαθήματα και δραστηριότητες στα σχολεία και στα κέντρα προσχολικής αγωγής, όσο και αναπτύσσοντας μια διαφημιστική εκστρατεία ενημέρωσης και επηρεασμού της κοινής γνώμης για το συγκεκριμένο ζήτημα. Όμως αυτό θα σήμαινε ανοιχτή σύγκρουση με τις εταιρίες παραγωγής και διακίνησης τέτοιων προϊόντων, που θα δουν αμέσως τα κέρδη τους να μειώνονται και δεν θα το ανεχτούν αυτό, έστω και χάριν του μέλλοντος του πλανήτη μας και των παιδιών μας.

Μεταξύ αυτών των εταιριών ίσως βρεθούν κάποιες που θα συναινέσουν – απαιτείται σχετική σειρά επαφών. Όμως χωρίς τέτοια σύγκρουση, δε νομίζω ότι θα έχουμε αποτέλεσμα.

Βέβαια το κράτος θα μπορούσε και να νομοθετήσει απαγορεύοντας εντελώς την κυκλοφορία (ή έστω τη διαφήμιση) προϊόντων που επιβαρύνουν το περιβάλλον, ιδίως αν δεν είναι αγαθά πρώτης ανάγκης. Η υποχρεωτική μείωση των διαφημίσεων γενικά θα άλλαζε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή όλων μας. Όμως και αυτά, εννοείται, αποτελούν όνειρο θερινής νυκτός.

Κατά κανόνα, η συζήτηση για το περιβάλλον από πολιτικούς φορείς καταλήγει στο θέμα της παραγωγής «πράσινης ενέργειας» με αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών και κυρίως του ανέμου, με τις γνωστές πλέον ανεμογεννήτριες. Το ζήτημα αυτό έχει εγείρει τεράστιες αντιπαραθέσεις, με τους αντιδρώντες να επιμένουν ότι (α) οι ανεμογεννήτριες καταστρέφουν το περιβάλλον σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από το όποιο όφελος αποφέρει η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω αυτών, (β) τα οφέλη τα καρπώνονται μόνον οι πολυεθνικές εταιρίες παραγωγής ενέργειας και όχι η χώρα μας, ούτε ο καταναλωτής ή η ελληνική οικογένεια και το νοικοκυριό (όπως λέγαμε παλαιότερα), εταιρίες που έχουν πείσει τις κυβερνήσεις να τους παραχωρήσουν τεράστιο μέρος της χώρας τους (της χώρας μας και γενικά των χωρών) για τις εγκαταστάσεις τους.

Για το θέμα – όπως και παλαιότερα – παραπέμπω στο άρθρο της κυρίας Αικατερίνης Στατηρά  «Τι υπάρχει πίσω από τις ανεμογεννήτριες», στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Ενωμένη Ρωμηοσύνη.

Τι επίσης δεν ακούμε ποτέ;

Ότι χρειάζεται να κηρυχθεί πόλεμος ενάντια στη χρήση χημικών προϊόντων (ή έστω στην αλόγιστη, δηλ. ανήθικη χρήση) στη γεωργία, την κτηνοτροφία και την πτηνοτροφία, τα οποία καταλήγουν στο πιάτο μας, καθώς επίσης και πραγματικός έλεγχος της αυθεντικότητας των υποτιθέμενων «βιολογικών προϊόντων».

Ότι χρειάζεται περιορισμός της ακτινοβολίας των κινητών τηλεφώνων, έστω και σε βάρος της «ταχύτητας» και του «σήματος», μια και τα κινητά (υπολογιστές τσέπης στην ουσία) χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για «πασατέμπο» (πέρασμα της ώρας δηλαδή) και μάλιστα ως πηγές εθισμού, παρά για πραγματικά απαραίτητη επικοινωνία και ενημέρωση. Το κινητό τηλέφωνο είναι συσκευή επείγουσας χρήσης. Η μάχη εναντίον του καπνίσματος χρειάζεται και μια μάχη εναντίον του εθισμού στην τεχνολογία και στο τρίπτυχο «καναπές – κινητό – σελίδες κοινωνικής δικτύωσης».

Τέλος, ο σωστός βιολογικός καθαρισμός των λυμάτων, η ανακύκλωση των απορριμμάτων και η αξιοποίησή τους, κατά είδος, για παραγωγή οργανικών λιπασμάτων ή ακόμη και ηλεκτρικής ενέργειας (Σουηδία), σίγουρα είναι προτεραιότητες. Εξίσου σημαντική προτεραιότητα όμως νομίζω πως είναι η μείωση των απορριμμάτων. Αλλά αυτό είναι θέμα για ιδιαίτερο άρθρο…

Μία μόνο λεπτομέρεια μπορώ να πω ότι μου προκάλεσε οδυνηρό συναίσθημα: η πληροφορία ότι «η εφαρμογή του πρώτου στην Ελλάδα στρατηγικού σχεδιασμού Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων» πρόκειται να γίνει «με χρηματοδότηση 100% από ευρωπαϊκούς πόρους».

Δηλαδή συνεχίζουμε να είμαστε μία χώρα ζητιάνος, που δεν μπορεί να κάνει ό,τι χρειάζεται με δικούς της πόρους. Το κράτος των επιδομάτων, που θα δαπανήσει 1,9 δις σε επιδόματα (εκτός των άλλων!), για να περισώσει την κερδοσκοπία των πολυεθνικών, φυσικά δεν θα έχει χρήματα για δημιουργικά έργα και θα απλώσει το χέρι.

Μα πώς θα βρεθούν οι ελληνικοί πόροι, αφού δεν υπάρχει φράγκο! Φτιάξτε την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και του Έλληνα, κ. Πρωθυπουργέ, ώστε να βρεθούν.

Πρέπει να παραπέμψω, κλείνοντας, στις αναρτήσεις «ΕΝΕΡΓΕΙΑ» και «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ» από τις θέσεις του Δημοκρατικού Πατριωτικού Κινήματος «Νίκη», το οποίο προτείνω ως ενδεδειγμένη πολιτική παρέμβαση από το λαό προς τα ανώτερα στρώματα της εξουσίας, εγχώρια και διεθνή.

Ευχαριστώ θερμά.