ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Κώστας Μουντάκης: Ο μεγάλος κρητικός!

Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1926 στην Αλφά, χωριό του Δήμου Μυλοποτάμου.

Ήταν το μικρότερο από τα επτά παιδιά του Νίκου και της Καλλιόπης Μουντάκη. Η καταγωγή της οικογενείας του είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων και ο προπάππος του, ο Μανούσος, πρωτοπαλίκαρο του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους στο Φραγκοκάστελλο στην Επανάσταση του 1827. Ο πατέρας του, που ήταν ικανός χορευτής αλλά και συνάμα καλός τραγουδιστής (είχε το παρατσούκλι «Κελαϊδής»), πέθανε τρεις μόλις μήνες μετά την γέννηση του Κώστα. Τον βάφτισαν στην ιστορική Μονή του Αρκαδίου.

Τελείωσε το δημοτικό το 1938 και πέτυχε στο ημιγυμνάσιο Πανόρμου, όμως δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές του εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που βρισκόταν η οικογένεια του. Εξάλλου ήδη είχε αρχίσει να τον τραβάει η λύρα, που είναι το κυρίαρχο μουσικό όργανο όχι μόνο στο χωριό του, αλλά και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδερφός, ο Νικήστρατος και ο νονός του ο Στουμπούρης, ενώ ο δάσκαλος του υπήρξε ο Μήτσος ο Καφφάτος, ο καλύτερος δεξιοτέχνης του χωριού. Μία αυτοσχέδια λύρα από τάβλι, χορδές από ίνες «Αθάνατου» και δοξάρι με τρίχες από ουρά γαϊδάρου ήταν το πρώτο του όργανο όπου …«βοσκάκι ακόμα, κίνησε τα δαχτύλια του πάνω στις κοντυλιές της κρητικής μουσικής».

Παίζοντας για ώρες μόνος του, άρχισε να μαθαίνει τους σκοπούς και τα ξόμπλια τους, τα «μυστικά» της τεχνικής της λύρας και τελειοποίησε την τεχνική του έτσι ώστε, στην κατοχή – 15χρονος πια – έπαιζε το στο καφενείο του χωριού για να ξεκουράσει το δάσκαλό του, το Καφφάτο. Όταν λίγο αργότερα, μπόρεσε να «κρατήσει» μόνος του έναν ολόκληρο γάμο χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης! Απέκτησε μάλιστα και την πρώτη του «καλή» λύρα, το 1943, δίνοντας ένα ολόκληρο αρνί και 5 οκάδες τυρί. Ήταν βέβαια εποχή πείνας αλλά «…έτσι είναι, η τέχνη θέλει θυσίες».

Την περίοδο αυτή το Ρέθυμνο είναι ο χώρος όπου η κρητική μουσική γνωρίζει μιαν εξαιρετική ακμή με μεγάλους δεξιοτέχνες όπως ο Αντρέας Ροδινός, ο Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), ο Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς), ο Στέλιος Φουσταλιέρης, που σηματοδοτούν το πέρασμα της σ’ ένα ύφος πιο επεξεργασμένο μέσα σ’ ένα περιβάλλον με ολοένα αυξανόμενες αστικές επιδράσεις.

Στα εργαστήρια των οργανοποιών η κρητική λύρα αποκτά τη σημερινή της μορφή, η τεχνική παιξίματος γίνεται όλο και πιο δεξιοτεχνική, το ρεπερτόριο εμπλουτίζεται και επεκτείνεται πέρα από τα τοπικά όρια, αποκτώντας πλέον παγκρήτια διάδοση. Σ’ αυτήν την εξελικτική διαδικασία ο Κώστας Μουντάκης θα συμβάλλει αποφασιστικά, ενδυναμώνοντας με την τέχνη του την παρουσία δεξιοτεχνών μουσικών που λειτουργούν ταυτόχρονα ως φορείς της λαϊκής παράδοσης αλλά και ως συνθέτες, με αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος και έργο. Το Φεβρουάριο του 1948 αφήνει για πρώτη φορά το χωριό του για ν’ ακολουθήσει μια πεντάχρονη στρατιωτική θητεία.

Κατατάσσεται στη Χωροφυλακή και τον φέρνουν στα Χανιά, όπου γνωρίζεται με τον Γιώργο και τον Στέλιο Κουτσουρέλη, με τους οποίους και συνεργάζεται παίζοντας για πρώτη φορά στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό που διηύθυνε τότε ο Δασκαλάκης. Ένα χρόνο αργότερα (1949) μετατίθεται στην Αθήνα όπου βρίσκονται και άλλοι σπουδαίοι κρητικοί μουσικοί, όπως ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Γιώργος Μουζουράκης κ.α.

Με τον Βυζιργιάννη για συνοδεία στο λαούτο, απευθύνεται στην ραδιοφωνία, που είχε τότε μεγάλη δύναμη στην προβολή της παραδοσιακής μουσικής, κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη του Σίμωνα Καρά.

Παράλληλα κάνει στέκι του την τοπική ταβέρνα του Μπασιά (πίσω από την Αγια Ειρήνη, στην Αιόλου), όπου έπαιζαν μαζί του και οι δύο σπουδαίοι λαϊκοί βιολάτορες, Ο «Ναύτης» (Κωστής Παπαδάκης) και ο Αντρέας Μαριάνος.

Είναι η εποχή μετά τον πόλεμο που το βιολί εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερη διάδοση σε σχέση με τη λύρα (σ.σ. είναι σαν να λέμε ότι το βιολί άρχισε να είναι περισσότερο «της μόδας») και χρειάστηκε σκληρός αγώνας των λυράρηδων, με βοηθό σε αυτήν την προσπάθεια τον Σίμωνα Καρά, για να ξανακερδίσει η λύρα τον τίτλο του εθνικού συμβόλου της κρητικής μουσικής. Αναμφίβολα σ’ αυτήν την προσπάθεια ο Κώστας Μουντάκης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο.

Στην ταβέρνα του Μπασιά θα παίξει σχεδόν 18 χρόνια «σ’ ένα υπόγειο χωρίς μικρόφωνο, με 10% ποσοστά που μοιραζόμουνα με τα λαγούτα. Αυτός είμαι εγώ!…». Μαζί του λαουτιέρης-πασαδόρος ο Νίκος ο Μανιάς και αργότερα ο Γιάννης Ξυλούρης και ο Μαρκογιάννης: “Στα 300 περίπου τραγούδια που έχω γράψει κι έχω κάνει δίσκους ήταν πολύ σημαντική η παρουσία τους…”.

Το διάστημα 1950-52 είναι αποσπασμένος στο ιδιαίτερο γραφείο του Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει τον πολιτικό κόσμο της εποχής:”Αν ήθελα θα μπορούσα να είχα αποκτήσει μεγάλη δύναμη, όμως δεν μου πήγαινε αυτό το κλίμα. Παρά τις γνωριμίες, ουδέποτε επωφελήθηκα, είχα τον εγωϊσμό, την περηφάνεια… Δεν χτυπούσα πόρτες…”.

Έτσι, το 1952, με το τέλος της θητείας του, ξεκινάει ως εργάτης στο εργοστάσιο της Εταιρείας Λιπασμάτων της Δραπετσώνας, όπου και θα μείνει ως το 1967 (“Δύσκολες καταστάσεις. Παντρεύτηκα κιόλας, δυσκολίες, ευθύνες…”). Παράλληλα όμως ξεκινάει με πάθος και μεράκι τον αγώνα του και ως επαγγελματίας λυράρης. Εκτός από το ραδιόφωνο αρχίζει η δισκογραφία.

Το 1953 συνοδεύει για πρώτη φορά σε δίσκο τον Στέλιο Κουτσουρέλη στο «Άρπαξα και μπαΐλντισα (Συρτός Εννιαχωριανός» (HMV AO-5155 / OGA-2027), ενώ το 1954 τραγουδάει για πρώτη φορά σε δίσκο με συνοδεία και πάλι τους αδελφούς Κουτσουρέλη, το «Δεν θέλω μέσα στην καρδιά (Συρτός Νέος Καστελιανός)» (HMV AO 5238).

Στη συνέχεια, αφού αλλάζει εταιρεία (Οdeon), ξεκινάει με τον “Ζητιάνο” και την “Ρεθυμνιωτοπούλα” έναν μακρύ κατάλογο δισκογραφικών εκδόσεων που τον καθιερώνουν ως τον περισσότερο ηχογραφημένο λυράρη της κρητικής μουσικής. “Πραματευτής”, “Ένα ματσάκι γιασεμία”, “Αργαλειός”, “Μυλωνάδες και μαζώχτρες”, “Ερωτόκριτος”, “Κρητικός Γάμος”, “Αναφορά στον Καζαντζάκη”, κ.α.

Η φήμη του απλώνεται όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και στην Αθήνα και στο πανελλήνιο, καθώς και στους κρητικούς της διασποράς που τον προσκαλούν επανειλημμένα για συναυλίες και μουσικές συνεστιάσεις. Αρχίζει λοιπόν πολυάριθμά ταξίδια στις ΗΠΑ (για πρώτη φορά το 1960), στον Καναδά, την Αυστραλία, τη Γερμανία, τη Ν. Αφρική (1971), φέρνοντας στους μετανάστες τα μηνύματα και τις αισθήσεις της κρητικής μουσικής παράδοσης.

Ένα ταξίδι του στην Ινδία, το 1975, τον επηρεάζει βαθύτατα. Εντυπωσιάζεται από το παίξιμο των ανατολίτικων εγχόρδων με δοξάρι και συνειδητοποιεί την ευρύτερη πολιτισμική παράδοση όπου εντάσσεται και η λύρα. Μιλάει μ’ ενθουσιασμό για το σαράγκι, το καμαϊτσά, τον κεμανέ.

Προβληματίζεται: «Ο λαός μας είναι Ανατολίτης. Οι καταβολές μας, το πιστεύω μας ανατολίτικα δεν είναι; Δεν ανήκουμε στη Δύση… άλλου παπά πετραχήλι…Ποιοι είμαστε όμως; Η Ανατολή έχει μουσική παράδοση, μουσική παιδεία ανεπτυγμένη, έχει θησαυρούς κι ας είναι ξυπόλητη… Εμείς στην εποχή μου με μια σαρδέλα, μια ελιά κι ένα ξεροκόμματο κάναμε τα ζεύκια μας και κρατούσαμε άδολα και άσπιλα την παραδοσή μας. Μήπως λοιπόν η σημερινή χλιδή μας κάνει ζημιά;».

Αισθάνεται λοιπόν ολοένα επιτακτικότερη την ανάγκη για παιδεία. Έτσι ο δεξιοτέχνης κι ο συνθέτης αρχίζουν να κάνουν τόπο για να προχωρήσει ο δάσκαλος. Το 1976 ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Ελένης Καραϊνδρου συμπράττοντας στα μαθήματα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων που διοργανώνει στην Γκαλερί “Ώρα”, σε συνεργασία και με άλλους μεγάλους δεξιοτέχνες (Τ. Χαλκιά, Ν. Στεφανίδη, Αρ. Βασιλάρη, Αρ. Μόσχο κ.α.).

Τρία χρόνια αργότερα (1979) ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ωδείο του Ηρακλείου “Απόλλων” για ν’ ακολουθήσουν το Ρέθυμνο (1980), τα Χανιά (1981), ο Αγ. Νικόλαος (1983) και η Αθήνα (1985 στο “Ελληνικό Ωδείο”, αν και είχε αρχίσει μαθήματα και παλιότερα στην “Παγκρήτιο Ένωση”).

Με τη συνεργασία του γιου του, του Μάνου Μουντάκη (που ο ίδιος τον παρότρυνε να ακολουθήσει σοβαρές μουσικές σπουδές) συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να προβληματίζεται πάνω στη μέθοδο διδασκαλίας της λύρας κι από τα χέρια του εκατοντάδες νέοι μυήθηκαν στα μουσικά της κρητικής μουσικής, ενώ ακόμη περισσότεροι απολαμβάνουν τις αισθήσεις και τα μηνύματα της μέσα από τις ηχογραφήσεις που μας άφησε πολύτιμη κληρονομιά.

Για τη διδασκαλία του έλεγε:

«Δεν τους διδάσκω πεντάγραμμο, αλλά με τον δικό μου τρόπο, στα δάχτυλά τους, τους δείχνω που είναι ο κάθε τόνος. Έτσι μαθαίνουν εύκολα όταν τους τραγουδώ τις νότες. Θέλω μαζί με την τεχνική να καλλιεργούν και την ψυχική τους ευαισθησία. Όχι καλουπαρισμένα πράγματα. Πρέπει ο κάθε λαϊκός μουσικός που εκφράζεται με το συναίσθημα και το ένστικτο του να δημιουργεί ανάλογα με την ψυχική του διάθεση τον χαρακτήρα του, τα γεννήματα του. Να βάλει τον εαυτό του μέσα. Αυτό του δίνω εγώ να καταλάβει. Εγώ θα του πω τι; βάσεις, θα του δείξω τις ρίζες, κι ας τονε. Δεν τον καθηλώνω…».

Ο θάνατος του Κώστα Μουντάκη, στις 31 Γενάρη του 1991, δεν σηματοδοτεί παρά μόνο τη φυσική απουσία του μεγάλου δεξιοτέχνη και δάσκαλου, που εξακολουθεί να εμπνέει και να διδάσκει μέσα από τις ηχογραφήσεις και την υποδομή που δημιούργησε. Έργα ζωής όπως το δικό του δεν μπορεί να το σταματήσει ο θάνατος!

πηγή κειμένου: Λάμπρος Λιάβας
επιμέλεια – φωτογραφίες: αρχείο Κώστα Βασιλάκη