ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

«Η γερμανική κατοχή στο Ρέθυμνο»: Η συγκλονιστική μαρτυρία της 97χρονης Καλλιόπης Ριτσάκη

Συνέντευξη της 97χρονης Καλλιόπης Ριτσάκη στην ανηψιά της Δανάη Λουκάκη με θέμα τη Μάχα της Κρήτης

Η γερμανική κατοχή στην Κρήτη ξεκίνησε στις 20 Μαΐου 1941 όταν η ναζιστική Γερμανία επιχείρησε αεροπορική εισβολή. Η πρώτη μάχη στο Ρέθυμνο έγινε προκειμένου αυστραλιανές και ελληνικές δυνάμεις να υπερασπιστούν το αεροδρόμιο του Ρεθύμνου. Ο αεροδιάδρομος βρισκόταν στην περιοχή Σταυρωμένος (στον Σταυρωμένο σήμερα υπάρχει μνημείο Αυστραλών  και Νεοζηλανδών  πεσόντων). Οι μάχες κράτησαν μέχρι τις 29 Μαΐου 1941. Ο αγώνας για το Ρέθυμνο είχε ήδη χαθεί. Στις 30 Μαΐου οι αυστραλιανές δυνάμεις παραδόθηκαν στους γερμανούς και έτσι ξεκινάει η περίοδος της γερμανικής κατοχής στο Ρέθυμνο.

Πώς λέγεστε και πότε γεννηθήκατε;

Λέγομαι Καλλιόπη Ριτσατάκη και γεννήθηκα στο Σπήλι στις 26 Σεπτεμβρίου 1927.

Πού ζούσατε κατά την διάρκεια την κατοχής;

Ζούσα στο Σπήλι με την οικογένειά μου.

Θυμάστε την πρώτη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό;

Μπορώ παιδί μου να την ξεχάσω; Μόλις ακούσαμε ότι έρχονται οι Γερμανοί φύγαμε όλοι και πήγαμε προς το βουνό και τα χωράφια πάνω από το χωριό, σε μια θέση που λέγεται Περιστερές. Μετά προχωρήσαμε πιο πάνω και πήγαμε εκεί που έχουμε τα αμπέλια στα Χάσικα για να κρυφτούμε μέσα στα πυκνά δέντρα. Στρώσαμε κάτω κουρελούδες για να κοιμηθούμε και μείναμε εκεί κάμποσες μέρες.

Πριν φύγουμε, η μάνα μου πήρε από το σπίτι μας λίγα πράματα, ίντα δεν είχαμε και πολλά; ένα κομμάτι ψωμί, ένα τσικάλι [μια κατσαρόλα] και λιγάκι χόντρο [πλιγούρι] και τις δυο αίγες μας. Αρμέγαμε τις κατσίκες, βράζαμε το γάλα με λιγάκι χόντρο και τρώγαμε μικροί μεγάλοι.

Η μάνα μου όμως γύριζε στο χωριό τη μέρα για να ταΐσει το μετάξι -είχαμε μεταξοσκώληκες στο σπίτι μας και έπρεπε να κόβει φύλλα από τη μουρνέ για να τρώνε. Γύριζε πίσω το βράδυ και κοιμόμαστε όπως μπορούσαμε στην εξοχή. Ο μικρός μου αδερφός, ο Αριστείδης, ήταν δυο – τριών χρονών και έκλαιγε και γύρευε τη μάνα του. Του λέγαμε πως λείπει γιατί ήρθανε οι Γερμανοί στο χωριό. Οι άλλοι χωριανοί φωνάζανε να σταματήσουμε το κλάμα του παιδιού γιατί θα μας ακούσουνε οι Γερμανοί και θα μας σκοτώσουν. Ο Αριστείδης τις επόμενες μέρες έλεγε: «πάμενε εδά στο σπίτι μας μα ήλθενε η ελήνη [ειρήνη]».

Όταν μάθαμε πως ησυχάσανε τα πράματα και δεν κινδυνεύομε να μας σκοτώσουμε γυρίσαμε στα σπίτια μας.

Πώς νιώθατε όλο αυτό τον καιρό;

Μεγάλο φόβο παιδί μου, που να μην ξανάρθουν τέτοιες μέρες.

Πόσο χρονών ήσασταν τότε;

Ήμουν δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών.

Υπήρχαν μόνιμα Γερμανοί στο χωριό σας;

Ναι, ήταν μόνιμη βάση των Γερμανών. Είχανε πάρει τα καλύτερα σπίτια του χωριού και έμεναν μέσα οι στρατιώτες με τους αξιωματικούς τους. Είχανε επιστρατεύσει τη μάνα μου να πλύνει όλων των στρατιωτών τα ρούχα! Και η πλερωμή ήταν να μας δίνουν φαγητό από το καζάνι να τρώμε. Και αυτό το φαγητό ήτανε ένα ζουμί με λάχανο που εβρώμιενε και δεν εμπορούσαμε να το φάμε. Ανοστότερα φαγητά δεν υπάρχουνε στον κόσμο.

Νιώθατε φόβο όταν τους βλέπατε; Συμπεριφέρονταν άσχημα;

Ναι, φοβόμουνα στην αρχή πάρα πολύ. Αλλά με τον καιρό τους συνηθίσαμε, γιατί μείνανε  τέσσερα χρόνια. Δε μας άφηναν να έχουμε φως τη νύχτα και σκέπαζε η μάνα μου τα παραθύρια με ένα πανί για να μη βλέπουν απέξω το λύχνο. Υπήρχαν και λίγοι καλοί. Καμιά φορά μας λυπούντανε εμάς τα μικρά παιδιά – ήμασταν τέσσερα, και εγώ ήμουν η μεγαλύτερη. Ήταν και ένας καλός Γερμανός στρατιώτης, Ελμούτι τονε λέγανε, και ερχότανε στο σπίτι μας και μας έφερνε πού και πού μια κουραμάνα [ψωμί] και σπανίως μια σοκολάτα – απού δεν τηνε γνωρίζαμε τότε. Μας έλεγε πως έχει και αυτός δυο μικρά παιδιά.

Εκείνοι διαχειρίζονταν τα τρόφιμα; Υπήρχε πείνα στον ντόπιο πληθυσμό;

Μαύρη πείνα παιδί μου. Τίποτα δεν είχαμε. Και αν έβγαζε κάτι το χωράφι μας, μας το έπαιρναν οι Γερμανοί. Ερχότανε στα σπίτια και ζητούσανε κρομμύδια και ρακή! Ούτε λάδι, ούτε στάρι, άστα. Η μάνα μου έψηνε φάβα κι εγώ δεν την ήθελα. Γύρευα να δαγκάνω δυο φορές ψωμί για να την καταπιώ. Και η μάνα μου μού έλεγε: δε θέλει δα παιδί μου η φάβα ψωμί, γιατί δεν είχε να μου δώσει. Όταν είχε λιγάκι ψωμί το έκρυβε στο πιθάρι για να μας το ταΐσει σιγά-σιγά, γιατί αν το βρίσκαμε το μονοτρώγαμε [το τρώγαμε με μιας].

Θυμάστε κάποιο περιστατικό που σας έκανε εντύπωση;

Πολλά περιστατικά θυμούμαι παιδί μου. Θα σου πω ένα από τα πιο κακά. Μια φορά ανέβαινα από τη κεφαλοβρύση, εκεί απέναντι ήταν τα μαγειρεία. Είχανε πιάσει ένα αιχμάλωτο, που έμενε στο χωριό με τη γυναίκα του και τον λέγαμε: ο Μήτσος ο παλιολαδίτης [παλαιο-ελλαδίτης] γιατί ήταν Αθηναίος. Τον είχανε πιάσει γιατί βρήκανε όπλα στο σπίτι του. Τον είχανε βάλει στα υπόγεια και τον βασανίζανε. Κι εγώ περνούσα και άκουγα τις τρομαχτικές φωνές του: «Αχ παναγίτσα μου … Αχ παναγίτσα μου…». Έτρεμα και εγώ από το φόβο μου. Και τελικά τον σκότωσαν.

Σκότωσαν κάποιον συγχωριανό σας οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της κατοχής ;

Από το χωριό δε θυμούμαι να σκότωσαν κάποιο. Αλλά στρούσια [βασανιστήρια], αιχμαλωσίες, καταναγκαστικά έργα και μαύρη πείνα, περάσαμε όλοι… Ακόμη δε τσι θέλω τσι Γερμανούς. Μόνο που ακούω τη λέξη μαργώνει [παγώνει] το αίμα μου.

Πώς νιώσατε όταν έφυγαν;

Μεγάλη χαρά. Εγλυτώσαμε! Εχαλάσανε όμως τη καμάρα [τη γέφυρα] του χωριού, για να κόψουν τους δρόμους να μην τους κυνηγούνε. Κι ήταν ένα χάος ο δρόμος, εκεί που είναι σήμερα του Μπριλογιάννη το μαγαζί.

Έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Ναι, να σου πω μια ακόμα ιστορία. Ήτανε μια οικογένεια στη γειτονιά μας που τα πήγαινε καλά με τσι Γερμανούς. Αυτή η γυναίκα λοιπόν, μια βραδιά, εμάζωξε ούλη τη γειτονιά και μας πήγε να δούμε λέει θέατρο των Γερμανών. Και είδαμε θεατρίνες που δεν είχαμε δει ποτέ μας, είχανε στήσει σκηνές στα χωράφια, εκεί που είναι σήμερα το φαρμακείο. Οι θεατρίνες ήτανε σχεδόν γδυμνές και είχανε καρφωμένα στον πισινό τους φτερά, σαν ουρές, και μας φαινότανε πολύ παράξενο. Χορεύανε και τραγουδούσανε και για μας που δεν είχαμε ξαναδεί ήταν ωραία… Υπήρχε όμως απαγόρευση κυκλοφορίας: εννιά η ώρα έπρεπε να γυρίζουμε στα σπίτια μας. Αλλά εμείς εξελογιαστήκαμε με το θέατρο και μείναμε μέχρι αργότερα. Κατεβαίνοντας μετά στα μαγαζιά -εκεί που είναι τώρα το μαγαζί του Μαραβέλιου- μας σταματά με αγριοφωνάρες ένας διερμηνέας -λέγανε πως είναι Τούρκος και είχε μια πολύ δυνατή και άγρια φωνή. Μας βάζουνε στη φυλακή ούλους, τον ένα πάνω στον άλλο. Μας κρατήσανε μερικές ώρες και μετά μας έβγαλε λόγο αυτός ο διερμηνέας και μας είπε πως είμαστε αιχμάλωτοι στους Γερμανούς και δεν πρέπει να κάνουμε τσι κεφαλής μας… Ύστερα μας άφησαν ελεύθερους.

Θέλω να γράψεις παιδί μου πως τέτοιες ώρες να μη ξαναζήσει ποτέ κανείς στον κόσμο. Πως ο πόλεμος είναι το χειρότερο πράμα, γιατί οι αθρώποι σκοτώνουμε άλλους αθρώπους. Ούτε τα έχνη [ζώα] δεν το κάνουνε αυτό, γιατί τα έχνη σκοτώνουνε για να φάνε. Να έχεις την ευχή μου!

Δανάη Λουκάκη
Μαθήτρια Β’ Γυμνασίου