ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: Η ξένη μπουκιά (32η)

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Mιά βολά ήτονε σε ένα χωριό ένας δάσκαλος, απ’ αγάπα την ξένη μπουκιά. Είδε μια απού τ’ άρεσε. Κάθε φορά π’ εσκολούσανε τα δασκαλάκια[1], ήλεγε του παιδιού τζη:

«Πε παιδί μου τση μάνας σου χαιρετίσματα!»

Λέει το κοπέλι κι η γυναίκα, ακακοφόριτη[2], του λέει να του πεις ευχαριστώ. Μια και δύο, μπαίνουνε ψύλλοι στ’ αυθιά τση γυναίκας. Κάθεται και κάνει τα, χαρτί και καλαμάρι του αντρούς τση. Ντουσουντίζονται[3] πως να τονε περιποιηθούνε κατά που του ’στεκε.

«Μήνυσέ του να ’ρθει απόψε και πες του πως θα λείπω στη χώρα» !

Παραγγένει ’φτη του παιδιού τζη να πει του δασκάλου να’ρθει.

Σαν εβράδιασε γλακά ο δάσκαλος στο σπίτι, κάεται, τρώει, πίνει και πάνε να θέσουνε. Ως εθέτανε γροικούνε ντούκ-ντούκ στην πόρτα.

«Άνοιξε μπρε κι εξέχασα το πορτοφόλι μου στο μαξιλάρι απού κάτω!»

Πετούνται κείνοι, πάει το δάσκαλο στον αχερώνα, δένει τονε στη ματζιαδούρα[4] κι ύστερα ανοίγει. Μα εκείνος είδε τα στιβάνιαν του, τον βρίσκει κι έπαιξε του ραβδές. Τον απόβγαλε κακείν κακώς.

Με το καιρό μηνά η γυναίκα, με το κοπέλι τζη, του δασκάλου να πάει.

«Πε τση παιδί μου πως μια φορά γίνεται κιαείς μουσκάρι!»


[1] Μαθητές.

[2] Ανυποψίαστη.

[3] Σκέφτονται.

[4] Φάτνη.