Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
Mιά βολά ήτονε σε ένα χωριό ένας δάσκαλος, απ’ αγάπα την ξένη μπουκιά. Είδε μια απού τ’ άρεσε. Κάθε φορά π’ εσκολούσανε τα δασκαλάκια[1], ήλεγε του παιδιού τζη:
«Πε παιδί μου τση μάνας σου χαιρετίσματα!»
Λέει το κοπέλι κι η γυναίκα, ακακοφόριτη[2], του λέει να του πεις ευχαριστώ. Μια και δύο, μπαίνουνε ψύλλοι στ’ αυθιά τση γυναίκας. Κάθεται και κάνει τα, χαρτί και καλαμάρι του αντρούς τση. Ντουσουντίζονται[3] πως να τονε περιποιηθούνε κατά που του ’στεκε.
«Μήνυσέ του να ’ρθει απόψε και πες του πως θα λείπω στη χώρα» !
Παραγγένει ’φτη του παιδιού τζη να πει του δασκάλου να’ρθει.
Σαν εβράδιασε γλακά ο δάσκαλος στο σπίτι, κάεται, τρώει, πίνει και πάνε να θέσουνε. Ως εθέτανε γροικούνε ντούκ-ντούκ στην πόρτα.
«Άνοιξε μπρε κι εξέχασα το πορτοφόλι μου στο μαξιλάρι απού κάτω!»
Πετούνται κείνοι, πάει το δάσκαλο στον αχερώνα, δένει τονε στη ματζιαδούρα[4] κι ύστερα ανοίγει. Μα εκείνος είδε τα στιβάνιαν του, τον βρίσκει κι έπαιξε του ραβδές. Τον απόβγαλε κακείν κακώς.
Με το καιρό μηνά η γυναίκα, με το κοπέλι τζη, του δασκάλου να πάει.
«Πε τση παιδί μου πως μια φορά γίνεται κιαείς μουσκάρι!»
[1] Μαθητές.
[2] Ανυποψίαστη.
[3] Σκέφτονται.
[4] Φάτνη.