Από τον Ματθαίο Ι.Τσιριμονάκη
Μια βολά ήτονε μια κοπελιά που ’χε τα προυκιά τζη έτοιμα, σιασμένα, ραμμένα και κρεμασμένα. Τση ’λειπε μόνο ο γαμπρός. Ανειμένει τόνε, πεθυμά τονε, λαχταρά τονε, μα του κάκου.
Αρχίνηξε να ζαρώνει, να μαραζώνει, η κακομοίτσα[1] και να παραπονάται τση μοίρας τση.
Άνεν πήγαινε να κοιμηθεί, άνεν ξύπναγε, άνεν πήγαινε στην εκκλησία, μέρα νύχτα τούτονα εσκέφτουντονε.
«Ω μοίρα μου, ξεστράβωσε τση γαμπρόυς, άνοιξε τωνε τα μάθια να δούνε ομορφιές, κάλη, προυκιά, νοικοκεράτα και νιά απού δεν τη βρίστει κιαείς σ’ ανατολή και δύση!»
Ήτονε μαύρη σαν τον πάτο του τσικαλιού.
«Πως είμαι λιγάκι φτωχοπούλα κι ορφανή; Δεν είμαι και του δρόμου! Έχω το πραματσουλάκι μου κι εγώ, σαν ούλου του κόσμου τα θηλυκά!»
Πέρναγε ο καιρός τση και το ’χανε να το κάμουνε ούλοι οι χωριανοί, πως δεν βρίσκεται κιαείς να τηνε πάρει.
Μια βραδιά θωρεί τη τύχη τση, στ’ όνειρο τζη, να τση λέει:
«Κάτης[2] δεν επέρασε, γάστρα δεν έσπασε!» .
Λέει το σ’ τις γειτόνισσες, μα καμμια τωνε δεν εκάτεχε να το ξεξηγήσει[3].
Την άλλη αργαδυνή [4]θωρεί το ίδιο όνειρο. Καμμια δεν ευρέθηκε να καταλάβει ίντα σημαίνει.
Θυμιαζει και παρακαλεί την Παναγιά να τση δώσει ένα σημάδι, μα πάλι το ίδιο ξαναονειρεύτηκε.
Μιαν αργαδυνή εκάθουνταν στην πόρτα τζη. Πέρνα ένα αντρόυνο, απού τη γειτονιά, κι έκατσε κι αυτό στην αποσπερίδα.[5]Εκειά που ροζονάρανε περνά απού το ματσιπέτι[6] ένα κάτης, τρίβεται σε μια γάστρα με βασιλικούς και τηνε ρίχνει. Πέφτει η γάστρα στη κεφαλή τση γειτόνισσας και τηνε σκοτώνει.
Θάφτουνε τη γυναίκα, με κλάματα και μοιρολόγια.
Ύστερα απού λίγο καιρό ο χήρος εζήτηξε κι επήρε τη κοπελιά.
Ετσά ξεδιάλυνε και τ’ όνειρο.
[1] Κακόμοιρη.
[2] Γάτος.
[3] Εξηγήσει.
[4] Βραδιά.
[5] Νυχτερινή παρά φίλων, συγγενών κλπ.
[6] Πεζούλι.