ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Διηγήσεις: «Ο Τεμπέλης»

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα τόπο μακρινό ζούσε ένα ζευγάρι, μεγάλο σε ηλικία, που είχε ένα παιδί. Πεθαίνει ο άντρας και μένει το παιδί με την γυναίκα. Μέχρι τα δεκαοκτώ τον μεγάλωσε, αλλά τον είχε χαϊδεμένο – σαν μοναχοπαίδι που ήταν- κι έγινε ο μεγαλύτερος τεμπέλης του τόπου.

Όλη μέρα στο κρεβάτι ή στις παρέες και η μάνα του δούλευε εδώ κι εκεί να τον ταΐζει. Μια μέρα, δεν άντεξε πια και του λέει:

«Δε ντρέπεσαι να μη δουλεύεις και να περιμένεις από μια γριά γυναίκα να σε ζει. Να φύγεις από το σπίτι μου και να πας να δουλέψεις για να ζεις!»

Άκουσε τα λόγια της μάνας του, ντράπηκε, πήρε ένα παλιό τουφέκι που είχε και έφυγε. Παρ’ όλη τη τεμπελιά του ήτανε δυνατός και ατρόμητος άντρας. Μια μέρα ανεβαίνει στα βουνά και συναντά τριάντα εννιά ληστές, οπλισμένους .

«Κάνε στην άκρη να περάσουμε!», του λένε!

«Να πάτε εσείς στην άκρη!», απαντά εκείνος.

Τον ακούσανε οι ληστές, τους έκανε εντύπωση το θάρρος του και του λένε:

«Θέλεις να σε κάμουμε αδελφοποιτό και να γίνουμε σαράντα!»

«Υπάρχει κάτι να κερδίσω;»

«Φυσικά και υπάρχει!»

«Τότε συμφωνώ!»

Μόλις τον κάνανε αδελφοποιτό, ξεκινήσανε και οι σαράντα να πάνε στο λημέρι τους, ένα σπήλαιο στη κορυφή του βουνού. Αποφάσισαν να πάνε να κλέψουν ένα σπίτι. Πήγαν και βρήκαν, μεταξωτά ρούχα, λίρες, ψωμιά αλλά και μαγειρικά σκεύη. Ξεκίνησαν να γυρίσουν πίσω και ο Τεμπέλης -έτσι θα τον λέω- κουβάλαγε μόνος όσα κουβαλούσαν όλοι μαζί οι άλλοι.

Φοβήθηκαν μα δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν γιατί ήταν αδελφοποιτός και δεν το επιτρέπει η συνείδηση τους. Συμφωνούν να τον πάνε σε ένα πλατάνι, που γνώριζαν πως εμφανιζόταν διάφορα τέρατα, να πεθάνει από το φόβο του.

«Αδελφέ, του λένε, θέλουμε να πάμε στο σπίτι μας να αλλάξουμε ρούχα, γιατί φοράμε τα ίδια πολύ καιρό και βρωμάνε. Να μας περιμένεις. Ίσαμε το πρωί θα έχουμε γυρίσει!»

Ο Τεμπέλης ανεβαίνει στο πλατάνι, φτιάχνει ένα πρόχειρο κρεβάτι και ξαπλώνει να κοιμηθεί. Κατά τα μεσάνυχτα, ακούει θόρυβο και βλέπει ένα καζάνι γεμάτο κρέας να βράζει πάνω σε μια φωτιά.

«Να κατεβώ, σκέφτεται, μήπως μου δώσει αυτός που μαγειρεύει να φάω κάτι γιατί πεθαίνω από την πείνα!»

Κατεβαίνει και βλέπει ένα χέρι, χωρίς σώμα, να κρατά μία κουτάλα και να ανακατεύει το φαΐ. Μετά βλέπει δύο χέρια, χωρίς σώμα και αυτά, να προσπαθούν να πάρουν το καζάνι. Βγάζει το μαχαίρι του, τους ρίχνει μια μαχαιριά, παρατούν το καζάνι και εξαφανίζονται. Τελειώνει το μαγείρεμα, τρώει μέχρι που χορταίνει, γεμίζει το σακίδιο του κρέας και το κρεμά στο πλατάνι μαζί με το καζάνι. Μετά ανεβαίνει και κοιμάται.

Το πρωί έρχονται οι ληστές, τον βλέπουν ζωντανό, παραξενεύονται, μα δεν τα χάνουν αλλά αμέσως σκέφτονται να τον πάνε σε πιο επικίνδυνο τόπο.

«Χθες υπήρχε πολυκοσμία στο χωριό, του λένε, και δεν πήγαμε. Θα πάμε όμως απόψε το βράδυ αλλά να μην ανησυχείς θα σε πάμε σε μια σπηλιά να βγάλεις τη βραδιά σου!»

Αυτό και κάνανε.

Όταν έφτασε η νύχτα βλέπει στη μέση της σπηλιάς ένα πολυέλαιο από τον οποίο κρεμόταν ένα παιδάκι. Από κάτω ήταν μια γριά που, μόλις τον είδε, τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει να το ξεκρεμάσει. Κάνει σκαμνάκι με το πόδι, ανεβαίνει η γριά αρπάζει το παιδί και ετοιμάζεται να το φάει. Την πιάνει, ελευθερώνει το παιδί και την αρχίζει στο ξύλο. Πάει η γριά να του ξεφύγει και του μένει το βραχιόλι της στο χέρι.

Το πρωί ξανάρχονται οι ληστές τον βλέπουν ζωντανό, τους δείχνει το βραχιόλι και του λένε να πάνε να το πουλήσουν στον βασιλιά.

Έτσι κι έκαναν μα ο εκτιμητής του βασιλιά δεν μπορούσε να βρει την αξία του. Φωνάζουν ένα εβραίο – οι εβραίοι γνωρίζουν τις αξίες- που το βλέπει.

«Το βραχιόλι, είναι δικό μου. Μου το ’χουν κλέψει εδώ και χρόνια!».

Διατάζει ο βασιλιάς να τους βάλουν στη φυλακή, αλλά αυτοί του είπανε να στείλει τον Τεμπέλη να φέρει και άλλα για να δει πως είχαν πολλά.

Τον αφήνει ο βασιλιάς, φεύγει και φτάνει, σ’ ένα ακρογιάλι που ναύτες κυλούσαν κούτσουρα για να τα φορτώσουν σε ένα καράβι.

«Χαζοί είσαστε, τους λέει, που δε γεμίζετε μια βάρκα με κούτσουρα και μετά να την αδειάσετε στο καράβι, μόνο κουράζεστε άδικα!»

«Δε μπορούμε να το κάμουνε, αν μπορείς εσύ έλα να δούμε αν τα καταφέρεις!»

«Γεμίστε γρήγορα τη βάρκα!»

Την γεμίζουν και ο Τεμπέλης την αρπάζει και την αδειάζει το καράβι. Τον βλέπει ο καπετάνιος και οι γυναίκα του, που είναι άτεκνοι και του προτείνουν να τον υιοθετήσουν. Αυτός δέχεται. Μπαίνουν όλοι στο καράβι και ξεκινούν το ταξίδι τους.

Μεσοπέλαγα εμφανίζεται ένα τεράστιο χταπόδι, θηρίο θα λέγαμε, που με τα πλοκάμια του προσπαθούσε να τους βουλιάξει. Πιάνει τότε, ο Τεμπέλης, το τσεκούρι του και του κόβει τα πλοκάμια. Αργότερα συναντούν άλλο ένα θηρίο, μεγαλύτερο, που και αυτό με ένα σφυρί το σκοτώνει.

Φτάνουν σε ένα μικρό νησί και λέει του καπετάνιου να τον κατεβάσει και όταν γυρίσει να τον ξαναπάρει. Έτσι γίνεται, αρχίζει και περιοδεύει στο νησί. Σε μια κορυφή βρίσκει μια καταπακτή. Κατεβαίνει από μια σκάλα και βρίσκεται σε ένα σπίτι. Στην τραπεζαρία, πάνω στο τραπέζι υπάρχουν τρία πιάτα με φαΐ και τρεις μπουκάλες κρασί. Τρώει μια μπουκιά από κάθε πιάτο, πίνει ένα ποτήρι από κάθε μπουκάλι και κρύβεται να δει ποιοί θα έρθουν.

Σε λίγο έρχονται τρία θηρία, που μεταμορφώνεται σε τρεις κοπέλες και κάθονται να φάνε.

«Λείπει μια πιρουνιά φαΐ από το πιάτο μου και ένα ποτήρι κρασί από το μπουκάλι μου», λέει η μία.

Το ίδιο διαπιστώνουν και οι άλλες δύο. Τρώνε και πίνουν και λέει η μία:

«Στην υγειά αυτού που με έδειρε στο σπήλαιο και συνετίστηκα!»

«Στην υγειά αυτού που με έκοψε στη θάλασσα και σταμάτησα να κάνω κακό!», λέει η δεύτερη.

Στο τέλος η Τρίτη λέει:

«Στην υγειά του που μου κτύπησε στο κεφάλι με το σφυρί και έγινα καλή και χρήσιμη!»

Τότε ακριβώς φανερώθηκε μπροστά τους ο Τεμπέλης. Τον γνωρίσανε και τον ρώτησαν ποιος ήταν ο σκοπός του.

«Ήρθα να σας ζητήσω βραχιόλια για να γλιτώσω τους αδελφοποιτούς μου!»

Αμέσως του δίνει η κάθε μία από ένα βραχιόλι. Εκείνος τα παίρνει, ανεβαίνει στο καράβι, γυρίζει και τα δίνει στο Βασιλιά. Αυτός πιάνει τον Εβραίο και τον ρίχνει στην φυλακή γιατί κατηγόρησε άδικα τους ληστές και ήθελε να τους κλέψει το βραχιόλι.

Αλήθεια ή ψέματα δε ξέρω αλλά την ιστορία αυτή την άκουσα από την γιαγιά μου σε μια βεγγέρα (νυχτερινή σύναξη δίπλα στο τζάκι)!

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το παραμύθι είναι διασκευή απο την διήγηση ΚΟΠΡΟΛΟΓΟΣ που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΚΡΗΣΣΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΧΑΝΙΑ 2021 – Έκδοση ΑΝΕΚ.