Ντουρνεράκια. Ένας χορός που χορεύεται στην Κρήτη και έχει πάρει το όνομα του από τους στίχους του ομώνυμου τραγουδιού.
Πρόκειται για το γνωστό (χασαπο)σέρβικο χορό, ο οποίος πέρασε στη δισκογραφία από τον Κώστα Μουντάκη την δεκαετία του 1960 (σε δίσκο 45″ και σε δίσκο – συλλογή 33″). Από αφηγήσεις γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον στο νομό Ρεθύμνου, χορεύονταν από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι γνωστά λίγο πολύ σε αρκετούς κρητικούς. Ποιο είναι όμως το τραγούδι που ταξίδεψε στη βαλκανική χερσόνησο και έφτασε έως και την Κρήτη για να καθιερωθεί ως «παραδοσιακός» χορός;
Πρόκειται για το (παιδικό) σλάβικο τραγούδι «Dunje Ranke» (=Φρέσκο Κυδώνι) το οποίο μπορείτε να ακούσετε εδώ:
και του οποίου οι στίχοι μεταφράζονται περίπου ως:
Ελάτε και πάλι να οδηγήσεις το χορό, φρέσκο κυδώνι, Φρέσκα κυδώνια, νωπά κυδώνια, αχλάδια karamanke.
Απ’ ότι φαίνεται στους στίχους ως dunje ranke ή φρέσκο κυδώνι εννοείται το νέο κορίτσι. Οπότε ο ελληνικός στίχος που μετέφερε ο Κωστής Μουντάκης στην κρητική δισκογραφία και λέει: «Τα κορίτσια Σερβικά τα λένε Ντουρνεράκια» έχει βάση!
Οι στίχοι στην «κρητική» εκδοχή του τραγουδιού:
Τα κορίτσια Σερβικά τα λένε Ντουρνεράκια και χορό τον είχανε τα ντελικανιδάκια Ντουρνεράκια ντουρνεράκια ντουρ και παλαμάκια Χρόνια περαζόμενα λεβέντες γεροντάκια όλο χάρη κι ομορφιά με τα κοντά βρακάκια Μες στσι φτωχογειτονιές και τα στενά σοκάκια ξεφαντώναμε μαζί όλα τα χωριανάκια Εποχές αξέχαστες με του σεβντά μεράκια που χορεύαμε κι εμείς στην Κρήτη Ντουρνεράκια Αντρες που φορούσανε τριζάτα στιβανάκια και δαχτυλιδόνανε τα μαύρα τους μουστάκια.
Το τραγούδι έχει εντοπιστεί σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ηχογράφηση του 1927 που στο YouTube έχει τίτλο Φουρνεράκια/Ντουρνεράκια/Dunje Ranke με τον Σωτήρη Στασινόπουλο [γεννήθηκε το 1880 στη Στρέζοβα (σήμερα Δάφνη) της περιοχής Ντάρα Αχαΐας, κοντά στα Καλάβρυτα]:
Στον πίνακα του 1932 του ζωγράφου Θεόφιλου από την Λέσβο, ο λαϊκός ζωγράφος απεικονίζει χορευτές και σημειώνει επάνω: «Ο χορός των Σέρβων παίδων και δεσποινίδων» [αναφερόμενος, προφανώς, και στα δυο νεαρά φύλα των χορευτών].
Κλείνουμε το μικρό αυτό αφιέρωμα, με μία ακόμα εκτέλεση του Дуње ранке (όπως γράφεται στην κυριλλική γραφή του το τραγούδι) από μικρές μαθήτριες:
γράφει ο Θοδωρής Ρηγινιώτης Αναδημοσίευση από το παλιό cretan-music.gr (2005)
Εδώ και λίγα χρόνια οι λέξεις «επανάσταση» και «επαναστατικά τραγούδια» έχουν αποχτήσει μια πολύ συγκεκριμένη έννοια στο χώρο της κρητικής μουσικής. Η έννοια αυτή όμως δεν είναι εθνική (όπως την εποχή των μεγάλων αγώνων για την ελευθερία της πατρίδας) ούτε πολιτική (όπως την περίοδο των αγώνων για τη δημοκρατία στην Ελλάδα), αλλά εμπορική και συνδέεται άμεσα με την οχλαγωγία στο γλέντι και με το καινούργιο είδος τραγουδιών που, πάνω σε «απλοποιημένες» παλιές μελωδίες, αναφέρονται σε πράξεις και καταστάσεις «εκτός νόμου» (χρησιμοποιώ τεχνικούς όρους και το κείμενό μου είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, επιστημονικό ‘περιγράφω τι συμβαίνει, δεν το κρίνω).
Είναι φυσικό βέβαια ότι οι πολλοί άνθρωποι έχουν την ανάγκη ν’ ακούσουν τέτοια τραγούδια και τέτοια «συνθήματα» (σλόγκαν), για να εκφράσουν τον τρόπο ζωής τους και για να νιώσουν, πιθανόν, δικαιωμένοι μέσα σε μια κοινωνία που πιστεύουν ότι τους έχει θέσει στο περιθώριο. Άλλοι, πάλι, ιδίως έφηβοι, αλλά όχι μόνο, προσπαθούν να νιώσουν σημαντικοί (νομίζουν, λανθασμένα, ότι με την απλή κανονική ζωή τους είναι «ασήμαντοι») μιμούμενοι στη φαντασία τους πρότυπα που συνδέονται με παραβατικές (παράνομες) καταστάσεις.
Δυστυχώς οι καταστάσεις αυτές και για τους ίδιους τους ανθρώπους που τις ζουν και για τις οικογένειές τους, αλλά και για την Κρήτη γενικότερα, προκαλούν μεγάλα προβλήματα. Μπορεί να συνδέονται με εύκολα χρήματα, αλλά συνδέονται επίσης και με βία, φυλακές, άγχος και αρρωστημένη ψευδαίσθηση υπεροχής («καπετανιλίκι»). Και, όταν αυτά βαραίνουν τους ίδιους τους ανθρώπους που τα επιλέγουν, ας πούμε ότι είναι «μικρό το κακό», συνήθως όμως βαραίνουν και τις οικογένειές τους, το μέλλον των παιδιών τους και πλήθος αθώων ανθρώπων που πέφτουν θύματα μιας τρομοκρατίας χωρίς λόγο: τίποτα δεν έχει να κερδίσει κανείς, εκτός από λεφτά που θα ξοδευτούν σε σπατάλες χωρίς νόημα και ουσία (αυτή η ουσία και το νόημα ήταν που ενδιέφερε τόσο πολύ τους παλιούς μας και τόσο λίγο εμάς).
Από πλευράς ωστόσο των μουσικών που ηχογραφούν αυτά τα τραγούδια, των δισκογραφικών εταιριών που τα διακινούν και των ραδιοφωνικών σταθμών που τα προωθούν, τα κίνητρα είναι πολύ αμφίβολα. Οι ακροατές νομίζουν ότι χρειάζονται να τ’ ακούνε (νομίζουν είπα), οι έμποροι του είδους όμως, «καλοί» ή «κακοί», σκοπεύουν πουθενά αλλού εκτός απ’ το συμφέρον τους;
Με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, θα ήθελα, αν μου επιτρέπετε, να μιλήσουμε για το επαναστατικό τραγούδι στην Κρήτη.
Επανάσταση και επαναστάτες
Ευτυχώς τα τελευταία τριάντα χρόνια τα πράγματα στην Ελλάδα (την πατρίδα μας, αν θυμάστε) έχουν ηρεμήσει. Δεν είμαστε σκλάβοι κανενός, εκτός από τα ελαττώματά μας και τις πολυεθνικές που ρυθμίζουν τη ζωή μας. Αυτό όμως δεν είναι ίδια σκλαβιά με το ζυγό στους Τούρκους, τους Ενετούς ή, πιο πρόσφατα, τους Γερμανούς ναζί.
Για να φανεί η διαφορά, παραθέτω ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από την «Ιστορία της Κρήτης» του Ιωάννη Μουρέλλου, αναφερόμενο στην Τουρκοκρατία:
«Τραγικότατες είναι οι άπειρες σκηνές που ξετυλίγονταν στα κονάκια και τους πύργους των Γιανιτσάρων και των Αγάδων’ Πόσες γυναίκες δεν έφυγαν από το κονάκι χωρίς μαστούς και με δυο φρικτές πληγές στη θέση τους, που η αιμορραγία τους έφερνε το θάνατο. Ο Αγάς, στην άρνησή τους να δουλωθούν στις ορμές του, διάταζε κι έβαναν τα στήθια τους στην κόχη της κασέλλας κι ύστερα έβανε ένα δούλο του και χόρευε πάνω στο σκέπασμά της!
»Πόσες κόρες που δεν δέχτηκαν τα χάδια του αγά δεν καταδικάστηκαν να φάνε τα σκότια του σφαγμένου γαμπρού, που ο Αγάς δήθεν από αγάπη τους έδινε με την όρεξή του και που πάντα σχεδόν ήταν ο πιο εκλεκτός Χριστιανός του χωριού!
»Πόσες γυναίκες ολόγυμνες μπρος στον Αγά δεν χόρευαν στο χυμένο ρόβι πάνω, για να γλυστρούν και να ξαπλώνουν τα ροδαλά κορμιά τους κάτω στον οντά και να γελά ο μπέης στην απροσδόκητη στάση τους!
»Πόσες δύσμοιρες Κρητικοπούλες δεν είδαν πάνω στο δίσκο το κεφάλι του παιδιού των, του μονάκριβου παιδιού των, γιατί αρνήθηκαν να δεχτούν τ’ αγκάλιασμα του τρομερού βάρβαρου! Και πόσες κόρες δεν καταδικάζονταν να δεχτούν την των αραπάδων δούλων της Βεγγάζας, που αφρισμένοι από ορμή και κτηνωδία, εσπάρασσαν την τιμή των κοριτσιών, μπρος στα μάτια των γερόντων, των αντρών και των γονέων των!
»Όλα αυτά είναι φρικτές και ανατριχιαστικές ιστορίες που θα θέλαμε χρόνια να τις διηγηθούμε, μα και ψυχή σκληρή για να ξαναπούμε και να ξαναθυμηθούμε. Καλύτερα να μην προχωρήσομε στις φρικιαστικές λεπτομέρειες που θά ‘φηναν πληγή στην ψυχή μας όσο κι αν είναι παρηγορήτρα γλυκειά η τωρινή μας ελεύθερη αντίθεση.»
Παραπέμπω επίσης στο διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη «Το δώρο του Γενίτσαρου», καθώς και στο μυθιστόρημα του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου «Κρητικοί Γάμοι», όπου δίδονται ανατριχιαστικές μαρτυρίες για την κατάσταση της Κρήτης την περίοδο της Ενετοκρατίας (που τελείωσε το 1645, με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ενώ ο Χάνδακας, το Ηράκλειο, έπεσε μόνο το 1669, όπως ξέρετε ‘βλ. το έπος του Ρεθεμνιώτη Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή «Ο Κρητικός Πόλεμος», που γράφτηκε τότε).
Για τον τρόπο με τον οποίο διοικούσαν τις κατακτημένες περιοχές και «έπειθαν» τους κατοίκους να τους υπακούουν οι ναζί (1941-1944), φαντάζομαι ότι κάτι θα έχετε ακούσει. Αν όχι, υπάρχουν ακόμη πολλοί που θυμούνται και πολλά βιβλία με φωτογραφίες και πληροφορίες χειρότερες και από τα δελτία ειδήσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης. Πολύ χρήσιμο να τα διαβάσουμε και να δούμε τις φωτογραφίες, όχι για να ξυπνήσει το μίσος μας αλλά για να καταλάβουμε και να σεβαστούμε τους πατέρες και τους παππούδες μας που αντιστάθηκαν πραγματικά, δηλαδή επαναστάτησαν, με κίνδυνο της ζωής τους, για την ελευθερία των παιδιών τους και του τόπου τους.
Εάν δεν έχουμε χρόνο για διάβασμα ή, τέλος πάντων, δε μας είναι εύκολο να διαβάσουμε (ή να ρωτήσουμε τους παλιούς μας), προτείνω (για το βίντεο ή την τηλεόραση) τις ταινίες «Η Μάχη της Κρήτης», «Το νησί των γενναίων» και «Η χαραυγή της νίκης», που αναφέρονται στη γερμανική Κατοχή της Κρήτης με αρκετή, κατά τη γνώμη μου, σοβαρότητα. Δυστυχώς, δεν έχουμε ακόμη (ούτε θα έχουμε ποτέ αν δεν ξυπνήσουν οι Κρητικοί σκηνοθέτες) ταινίες για το Δασκαλογιάννη ή τον Καντανολέοντα, το μεγάλο επαναστάτη της Ενετοκρατίας, που η ζωή του περιγράφεται στους «Κρητικούς Γάμους» του Ζαμπέλιου. Τέλος πάντων.
Επαναστατικά τραγούδια
Τα φρικτά εκείνα χρόνια της σκλαβιάς (κάθε σκλαβιάς) οι επαναστάτες, που μισοκοιμούνταν σαν το λαγό στις αστοιβίδες με το γιαταγάνι, τον πασαλή (πολεμικό μαχαίρι) ή το τουφέκι προσκέφαλο και τον κίνδυνο να τους αγκαλιάζει (κίνδυνο για βασανιστήρια, για γδάρσιμο, για σούβλισμα – ο θάνατος δεν ήταν τόσο απλός), έπαιρναν κουράγιο και δυνάμωναν την ψυχή τους ν’ αντέξει με τραγούδια πολεμικά. Πολλά ριζίτικα είναι τέτοια τραγούδια και θα τα βρείτε σε όλες τις συλλογές, αλλά και σε δίσκους. Παράδειγμα:
‘Γεύγεσαι, γιε μου, γεύγεσαι, χαροκοπάς και πίνεις κι οι Τούρκοι σε κυκλώνουνε, μη ντροπιαστείς, υγιέ μου. ‘Πρόβαλε, μάνα μου, να ιδείς πόσες χιλιάδες είναι, κι αν είναι δυο να γεύγομαι, κι αν είναι τρεις να πίνω κι αν είναι περισσότεροι να βάλω τ’ άρματά μου! Και τότες, μάνα μου, θα ιδείς πώς πολεμά ο γιος σου, πώς τη σκοτώνουν τη ν-Τουρκιά!’
Άλλο (συμβολικό ‘που μπορεί να είναι και της Ενετοκρατίας):
Μάνα, δε γ-κάνω καβαλτί, μάνα, δε γ-κάνω γιόμα, παρά σκοτώσω το θεριό που ‘ναι στο γ-καλαμιώνα. Που ‘χει διπλές τσι κεφαλές κι εννιά σειρές τ’ αδόδια! Θα φύγω, μάνα, και μη γ-κλαις, και δώ’ μου την ευκή σου για να γυρίσω νικητής νά ‘μαι πάλι μαζί σου.
(καβαλτί: πρόγευμα, γιόμα: γεύμα ‘το τραγούδι το γράφω από μνήμης σε αμαριώτικη παραλλαγή, ενώ το πρωτότυπο είναι από το νομό Χανίων και υπάρχει στα βιβλία)
Για τη γερμανική Κατοχή (παραλλαγή του «πότες θα κάμει ξεστεριά» συνηθισμένη στο Αμάρι):
Πότες θα σπάσ’ η παγωνιά, να λιώσουνε τα χιόνια, να πάρω το τουφέκι μου, τ’ όμορφο μαλιχέρι, να πάρω δίπλα τα βουνά, να βγω στον Ψηλορείτη, να βρω μια μ-πέτρα ριζιμιά, να διπλωθώ να κάτσω, να παίξω πέντε ντουφεκιές ν’ ακούσει ούλ’ η Κρήτη! Να ‘ρθού ντα Κρητικόπουλα κι εκειά να ορκιστούμε για τη γλυκειά πατρίδα μας ούλοι να σκοτωθούμε.
Δε νομίζω ν’ αμφιβάλλει κανείς ότι αυτά ήταν επαναστατικά τραγούδια.
Οι ρίμες των αγωνιστών
Το 1770 ο Ιωάννης Βλάχος, γνωστός με το τιμητικό παρατσούκλι Δασκαλογιάννης (λόγω της μεγάλης μόρφωσής του), σήκωσε Επανάσταση εναντίον των Τούρκων με κέντρο τα Σφακιά (ο ίδιος ήταν από την Ανώπολη). Η αφορμή του ήταν ο πόθος της λευτεριάς και όχι κάποιο προσωπικό συμφέρον ‘ήταν ιδεολόγος και αγνός πατριώτης, σαν το Ρήγα Φεραίο, το Μακρυγιάννη και τόσους άλλους.
Όμως, μετά από ηρωικές μάχες, η Επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. Ο Δασκαλογιάννης παραδώθηκε, για να μην αφανιστούν οι Σφακιανοί, ξέροντας ότι θα πεθάνει. Δε θα ήξερε όμως, ο μεγαλομάρτυρας, πώς θα πεθάνει: τον έγδαραν ζωντανό σε κεντρική πλατεία του Μεγάλου Κάστρου (Ηρακλείου) ως δημόσιο θέαμα! Και δίπλα του είχαν δεμένο, να βλέπει το φρικιαστικό μαρτύριο, τον αδερφό του ‘ο οποίος τρελάθηκε.
Δεκαέξι χρόνια μετά τα τραγικά αυτά γεγονότα, το 1786, ένας πολεμιστής του Δασκαλογιάννη, ο μπάρμπα Μπατζελιός, έφτιαξε το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, μια τεράστια ρίμα με πάνω από χίλιους στίχους, που εξιστορεί με τρόπο συγκινητικό και ηρωικό όλα τα γεγονότα της Επανάστασης μέχρι τη θυσία του μεγάλου παλληκαριού. Αγράμματος βοσκός καθώς ήταν, το φύλαξε στο νου του και το αφηγήθηκε σ’ ένα νεότερο βοσκό, ψιλογραμματισμένο, κι εκείνος το πέρασε στο χαρτί κι έτσι το έχουμε. Αυτό φαίνεται και στο σεμνό επίλογο του ποιήματος, που λέει:
Εγώ, Αναγνώστης του παπά του Σήφη του Σκορδύλη, αυτά που σας δηγήθηκα με γράμμα και κοντύλι
αρχίνηξα και τά ‘γραφα λιγάκια κάθε μέρα κι εις την Παπούρα κάθουμου στου Γκίβερτ’ από πέρα. Εις την Παπούρα κάθουμου, γιατ’ ήμου γκαλονόμος, και με το μπάρμπα Μπατζελιό, απού ‘τον τυροκόμος, κι εγώ εκράθιουν το χαρτί κι εκράθιουν και την πέννα κι εκείνος μου δηγάτονε και τά ‘γραφα ένα ένα. Εκείνος μου δηγάτονε το Δάσκαλο το Γιάννη, τ’ αμάθια ντου δακρύζουσι σαν τον αναθιβάνει, η γι-ομιλιά ντου κόβγετο, συλλογιασμοί τον πιάνου και μαύρους αναστεναμούς τα σωθικά ντου βγάνου! […] Μ’ αν είν’ τα γράμματα σφαλτά, τα λόγια δίχως χάρη (σαν τυροκόμου μάθηση, σαν πέννα μητατάρη), αν είν’ τα γράμματα σφαλτά, τα λόγια μπερδεμένα, συμπάθι’ όσοι τ’ ακούσετε, δεν ήτον από μένα. Σαν αιγιδάρης ο φτωχός ‘πό κάτ’ απού τον πρίνο τά ‘γραψα ως εκάτεχα, τω γνωστικώ τ’ αφήνω […].
Το τραγούδι αυτό (που περιλαμβάνεται ολόκληρο στο βιβλίο του Πάρι Κελαϊδή Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, εκδ. «Καράβι και Τόξο», Αθήνα 1978, και μεγάλος μέρος στο δίσκο του αξέχαστου παπα Άγγελου Ψυλλάκη Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη – ένα κλασικό βιβλίο για το θέμα έχει και ο γνωστός Κρητικός συγγραφέας Ν. Αγγελής, αλλά δεν το γνωρίζω), το τραγούδι αυτό, που είναι ένα σπουδαίο έπος, γράφτηκε ενώ έβραζε ακόμη το ηφαίστειο της τουρκικής σκλαβιάς και το γιαταγάνι κρεμόταν πάνω απ’ τις κεφαλές των αγωνιστών της ελευθερίας και είναι, για τούτο, ένα σημαντικό επαναστατικό τραγούδι.
Το ίδιο ισχύει και για τις αμέτρητες άλλες, μικρότερες, ρίμες που ποιήθηκαν από ανώνυμους, δυστυχώς, ριμαδόρους και αφηγούνται τη δράση και το θάνατο των διαφόρων Κρητικών πολεμιστών, κυρίως καπεταναίων, στις πολλές Επαναστάσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Πάρα πολλές τέτοιες ρίμες έχουν διασωθεί και περιλαμβάνονται στις συλλογές κρητικών τραγουδιών, ενώ η ρίμα του Κωσταντή Λεράτου από τα Βορίζα τραγουδήθηκε από τον Κ. Μουντάκη και, πρόσφατα, από τον επίσης Βοριζανό Γιώργη Στιβακτάκη (στον ψηφιακό δίσκο «Δε θέλω φρόνιμη ζωή», πιο ολοκληρωμένη στους στίχους). Από τον Κ. Μουντάκη εξάλλου έχει ηχογραφηθεί και μια γνωστή ρίμα για το Αρκάδι, που όμως την έχουμε συνηθίσει τόσο που νομίζω ότι κανείς πια δεν την ακούει…
Στις ρίμες αυτές ξεδιπλώνεται όλο το μεγαλείο της κρητικής ψυχής, η αληθινή παληκαριά που φτάνει μέχρι την αυτοθυσία για το μεγάλο σκοπό (βλ. και τον «Καπετάν Μιχάλη» του Ν. Καζαντζάκη). Παραθέτω λίγους στίχους από τη ρίμα του Ξωπατέρα (ιερομόναχου που πολέμησε λυσσαλέα τους Τούρκους στην Επανάσταση του 1821, και στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, και σκοτώθηκε το 1828 στη μονή της Οδηγήτριας, στη Μεσσαρά), όπως τη βρίσκουμε στο σπουδαίο βιβλίο του Παύλου Βλαστού Ο Γάμος εν Κρήτη (πρόσφατη ανατύπωση εκδ. Καραβία, Αθήνα):
Πουλιά, μην κελαηδήσετε Σαββάτο γ-ή Δευτέρα, γιατί τον εσκοτώσανε αυτό τον Ξωπατέρα! Μηνά του ο Μεραμέτ-Αλής «Πρόδωσε, Ξωπατέρα, γιατί ‘φταξε ντο τέλος σου κι η γι-άσκημή σου μέρα!» «Δεν προσκυνώ, μωρέ σκυλιά, μόνο θα πολεμήσω, τσι Κρουσανιώτες γδέχομαι και θα σασέ νικήσω. Αν ήρθετε για το φαΐ να σάσε μαγερέψω,
μ’ αν ήρθετε για πόλεμο, κορμιά θα μακελέψω!»
Ανάλογα τραγούδια υπάρχουν και για την Κατοχή, καθώς και για την Κύπρο, αλλά και για τους Κρητικούς πολεμιστές που πήγαν εθελοντικά και πολέμησαν, χωρίς κανένα κέρδος, στη Μακεδονία και την Ήπειρο τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα για την απελευθέρωσή τους από την τουρκική σκλαβιά.
Μαντινάδες της δημοκρατίας
Την περίοδο της χούντας (1967-1974) οι Κρητικοί βρίσκονταν συχνά στο μάτι των διωκτικών αρχών, όχι για εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου αλλά για τα γνωστά δημοκρατικά τους φρονήματα. Γι’ αυτό το λόγο π.χ. από την Αστυνομία είχαν απολυθεί, και σταλεί στα σπίτια τους, σχεδόν όλοι οι Κρητικοί αστυφύλακες!
Τότε είχαν βγει πολλά τραγούδια και μαντινάδες που εξέφραζαν τον πόθο των Κρητικών για σεβασμό της δημοκρατίας, δηλαδή της ελευθερίας του ανθρώπου να σκέφτεται. Αρκετά από αυτά τα τραγούδια θα βρείτε στο βιβλίο του καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένου Το Σύγχρονο Κρητικό Ιστορικό Τραγούδι, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1987.
Ας δώσω ένα παράδειγμα, που το άκουσα από το Βασίλη Σκουλά σε πρόσφατη συζήτησή μας στο Ηράκλειο για το σπουδαίο Ανωγειανό μαντιναδολόγο Μανώλη Καλομοίρη (Λιόντα):
Την άνοιξη του 1973 ο Παπαδόπουλος με όλο το κυβερνητικό επιτελείο της δικτατορίας ήρθαν στην Κρήτη και, για λόγους πολιτικής, πήγαν να προσκυνήσουν στους τάφους των Βενιζέλων.
Το ίδιο βράδυ που οι ειδήσεις βούιζαν γι’ αυτό το «μεγάλο γεγονός» ο Σκουλάς έπαιζε στη «Ντελίνα», στην οποία εργαζόταν ως μάγειρας ο Λιόντας (οι γνωστοί στο χώρο τα ξέρουν αυτά). Κάποια στιγμή από την κουζίνα ο Λιόντας έστειλε στο Σκουλά κι εκείνος τραγούδησε, στο γεμάτο κόσμο μαγαζί, όπου δεν ήξερες ποιοι ήταν «ρουφιάνοι» (λέξη της μόδας τελευταία), την παρακάτω μαντινάδα:
Σε τάφους δημοκρατικούς δε μ-πρέπει να πατούνε διχτάχτορες που σήμερο τη χώρα κυβερνούνε!
Λίγους μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1973, έγιναν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο. «Εμείς εδώ» λέει ο Β. Σκουλάς «ενημερωνόμασταν συνεχώς, αλλά παράλληλα γλεντούσαμε κιόλας» (μεταφέρω τα λόγια του όπως είναι, για να δείξω ότι το «γλέντι» τότε είχε ουσία, δεν ήταν αποφυγή της σκέψης, όπως είναι σήμερα). Ο Λιόντας, πάλι μέσα απ’ την κουζίνα, στέλνει στο Σκουλά, κι εκείνος τραγουδεί, την ίδια τη βραδιά του Πολυτεχνείου, τις μαντινάδες:
Σαν τούτηνέ την εποχή, εδά και τόσα χρόνια, σκοτώνουν οι διχτάχτορες τση λευτεριάς τ’ αηδόνια!
Σήκωσε αέρας δυνατός κι αδυνατή φουρτίνα και σήμαντρα τση λευτεριάς χτυπούνε στην Αθήνα!
Την επόμενη μέρα τον κάλεσαν στην Ασφάλεια. Αυτά νομίζω ότι ήταν πολύ επαναστατικά τραγούδια. Συμφωνείτε;
Εδώ πρέπει να επισημάνω ότι ο Λιόντας την περίοδο της Κατοχής είχε συμμετάσχει ενεργά στην Αντίσταση και «κατέχει τι θα πει αντάρτικο λημέρι», όπως λέει σε μια μαντινάδα του.
Την εποχή της δικτατορίας είχαν φυλακιστεί για την αντιστασιακή τους δράση και οι γνωστοί σήμερα μαντιναδολόγοι Μήτσος Σταυρακάκης και Γιώργης Καράτζης. Αξίζει να δούμε μερικές μαντινάδες τους σχετικές με το θέμα αυτό (βλ. τα βιβλία τους Ήλιε μου κοσμογυρευτή, του Μήτσου, και διαΚρητικά, του Γιώργη):
Μήτσος:
Χωρίς νεκρούς η λευτεριά ζάλο μπροστά δεν κάνει, γιατ’ η παντέρμη βρίνεται στου τουφεκιου την κάνη.
(υπενθυμίζω τους στίχους από το «Αξιον Εστί» του Οδ. Ελύτη «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ/ θέλει νεκροί χιλιάδες νά ‘ναι στους Τροχούς/ θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους» ‘αυτοί οι Τροχοί είναι ρωμαϊκά όργανα βασανισμού, με λεπίδες γύρω γύρω)
Αυτός που μένει αδιάφορος στση λευτεριάς τα πάθη μοιάζει βουγιού που τού ‘χουνε το πανωζεύλι μάθει!
Μέσ’ στου κελιού τη μοναξά θέτω μα δεν κοιμούμαι, του φεγγαριού το ξέγνοιαστο σεργιάνι συλλογούμαι.
Καράτζης:
Κλεισμένος μέσα στο κελί κι είναι μια βιόλα απ’ όξω, μά ‘ναι τα κάγκελα διπλά και δε μπορά την κόψω.
Υπενθυμίζω ότι κι οι δυο βρέθηκαν στη φυλακή όχι για τ’ άδικο, αλλά για το δίκιο. Ήταν πολιτικοί κρατούμενοι. Γιατί, όπως λέει κι άλλη μια μαντινάδα, που τραγουδεί πάλι ο Σκουλάς και δεν ξέρω τίνος είναι:
Ο άντρας μπαίνει φυλακή πάντα για μιαν αιτία, προπάντω για τη λευτεριά και τη δημοκρατία.
Σημερινά επαναστατικά τραγούδια
Όλα αυτά τα τραγούδια έχουν και σήμερα νόημα, αφού τονίζουν, και τονώνουν, το αίσθημα της λευτεριάς και της αυτοθυσίας για ένα ανώτερο ιδανικό. Δυστυχώς δεν τα παίρνουμε στα σοβαρά πια (όπως και τα έντεχνα που είχε τραγουδήσει ο Ν. Ξυλούρης, «άλλες εποχές», βλέπεις), γι’ αυτό οι σημερινοί Κρητικοί είμαστε ακίνδυνοι για τους κάθε λογής εμπόρους και αφέντες που κουμαντάρουν είτε εμάς τους ίδιους ‘διαφθείροντας την ψυχή και το νου μας’ είτε τους αδύναμους λαούς όπου γης.
Δεν υπάρχουν πια εθελοντές (σαν τους Μακεδονομάχους) ούτε μάρτυρες (σαν το Δασκαλογιάννη και τόσους άλλους). Η «ιδεολογία» μας φτάνει μέχρι το αναμάσημα της Μάχης της Κρήτης σε πανηγυρικές εκδηλώσεις χωρίς νόημα. Δύσκολοι καιροί για ιδεολόγους, παιδιά, έτσι;
Τραγούδια με πολεμικό θέμα βγαίνουν βέβαια και σήμερα, κάποια μάλιστα αρκετά καλά, αλλά αυτά δεν είναι επαναστατικά τραγούδια, αλλά απλώς επετειακά (για το Αρκάδι και τ’ άλλα κρητικά ολοκαυτώματα, τη Μάχη της Κρήτης κλπ). Γνήσια επαναστατικά τραγούδια του καιρού μας πρέπει να θεωρήσουμε τραγούδια που προβάλλουν το παραδοσιακό κρητικό ήθος σε μιαν εποχή που έχει γυρίσει ανάποδα και το κακό θεωρείται καλό. Τέτοια βέβαια ακόμη είναι (έχουν δηλαδή νόημα και για μας) τα τραγούδια για τη δημοκρατία που είπαμε παραπάνω (λίγα χρόνια είναι που τραγουδήθηκαν, μαζί με το «Πότε θα κάμει ξαστεριά» από τον Ξυλούρη μέσα στο Πολυτεχνείο). Και το παραδοσιακό κρητικό ήθος είναι η αθρωπιά, η αγάπη τση λευτεριάς, η τιμιότητα, η σεμνότητα (και στον άντρα και στη γυναίκα) και διάφορα άλλα που πρεπίζουνε κείονά που τά ‘χει κι αυτός πρεπίζει τον τόπο που βρίχνεται.
Παράδειγμα, η μαντινάδα του Λεαντρογιώργη από το Ζαρό:
Το κομπολόι τσ’ αθρωπιάς, απού πρεπίζει τσ’ άντρες, χαράς του το που το βαστά με τση τιμής τσι χάντρες.
Και οι μαντιναδολόγοι που αναφέραμε παραπάνω έχουν στα βιβλία τους πολλές τέτοιες μαντινάδες. Αλλά πρέπει να τονίσω και παλιές μαντινάδες που η σημασία τους διατηρείται αναλλοίωτη στην εποχή μας:
Μυρίζ’ ο μόσκος άδολος μέσα στο μοσκοκούτι, οι φρονιμάδες κι οι τιμές καλλιά ‘μ-παρά τα πλούτη.
Καλλιά ‘ναι μια-ν-ευγένεια, μια-ν-αρχοδιά, μια ν-τάξη, παρά του κόσμου τα καλλιά άθρωπος να ποτάξει.
Καλλιά ‘ναι μια γ-καλή φιλιά εις τη ζωήν ετούτη, παρά να ζεις σαν άρχοντας με θησαυρούς και πλούτη.
Αλλά και:
Το μονοπάτι τση ζωής σ’ ένα γκρεμό τελειώνει κι απού ‘χει στην ψυχή φτερά, τ’ ανοίγει και γλιτώνει!
Γιατί, κατά τη μαντινάδα του Ρεθεμνιώτη μαντιναδολόγου Αντρέα Σπανουδάκη:
Τούτ’ η ζωή ‘ναι μια σχολή κι ούλοι, μικροί μεγάλοι, θα βαθμολογηθούμενε εις τη ζωή την άλλη.
Από το Τζερώνυμο (τον ηρωικό αρχηγό των Απάτσι) ώς τον Τσε Γκεβάρα (τον αγνό επαναστάτη της λατινικής Αμερικής), από το Γκάντι (που απελευθέρωσε την Ινδία από τους Άγγλους) ώς τον Σβάιτσερ (που πήγε και εργάστηκε ως γιατρός, κάτω από άθλιες συνθήκες, στους μαύρους της Αφρικής), οι επαναστάτες είναι ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπου που εμφανίζεται, σε κρίσιμες περιπτώσεις, σε όλη τη γη. Η λέξη επανάσταση είναι ιερή. Η εποχή μας έχει τους επαναστάτες της, αλλά πρέπει να ψάξουμε πολύ για να τους βρούμε.
Ας ψάξουμε, γιατί θα καταλάβουμε πολλά σπουδαία πράγματα που δεν τα μαθαίνουμε από τα δελτία ειδήσεων ούτε από τα «ριάλιτυ τηλεπαιχνίδια».
Ο Βέρνερ Χέρτζογκ (Werner Herzog), του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Βέρνερ Χ. Στίπετιτς, γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1942 στο Μόναχο. Μεγάλωσε σ’ ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της Βαυαρίας, όπου δεν υπήρχε ούτε τηλέφωνο, ούτε κινηματογράφος ούτε τηλεόραση.
Άρχισε να ταξιδεύει με τα πόδια σε ηλικία 14 ετών, και έκανε το πρώτο του τηλεφώνημα στα 17 του. Ενώ φοιτούσε στο γυμνάσιο, εργαζόταν επίσης στη νυχτερινή βάρδια ως οξυγονοκολλητής σ’ ένα χαλυβουργείο. Έτσι, κατάφερε να χρηματοδοτήσει τις πρώτες του ταινίες, που ξεκίνησε να γυρίζει το 1961, σε ηλικία 19 χρονών. Έκτοτε υπήρξε παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης 40 ταινιών, ενώ έχει εκδώσει περισσότερα από δέκα πεζογραφήματα κι έχει σκηνοθετήσει άλλες τόσες όπερες. Μερικές από τις πιο γνωστές δουλειές του είναι οι «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού», «Νοσφεράτου», κ.α.
To 1968 βρέθηκε στην Κρήτη για τα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας «Signs of life». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, ο Χέρτζογκ γύρισε το πειραματικό μικρού μήκους φιλμ (ασπρόμαυρο διάρκειας σχεδόν 13 λεπτών) με τίτλο Letzte Worte (Τελευταίες λέξεις), με θέμα τον «καλύτερο λυράρη της Κρήτης που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, και όταν το κολαστήριο καταργήθηκε και έφυγαν από εκεί όλοι οι λεπροί, εκείνος έμεινε μόνος στο νησί αρνούμενος να γυρίσει πίσω στον πολιτισμό. Τρεφόταν με αγριόχορτα, αγκάθια και σαύρες και έπαιζε τη λύρα του. Όταν οι αρχές τον έφεραν πίσω δια της βίας, κλείστηκε στο σπίτι του αρνούμενος να μιλήσει και εκφραζόταν μόνο με τη μουσική του». Η ταινία τελειώνει με κοντινό πλάνο στο πρόσωπο και στα χέρια του οργανοπαίκτη που μιλάει στο φακό:
«Όχι, δεν λέω τίποτα… τελείωσα… έτσι γουστάρω… τελευταία μου λέξη…».
Μία ιδιόμορφη ταινία, πειραματική όπως αναφέραμε, γυρισμένη με τρόπο που να θυμίζει ντοκιμαντέρ στο νησί της Σπιναλόγκας και στο ενετικό λιμάνι του Ρεθύμνου.
Ποιος ήταν όμως ο λυράρης που υποδύθηκε τον «καταραμένο» λυράρη της ταινίας; Τον Οκτώβρη του 2007, ψάχνοντας στο διαδίκτυο έπεσα τυχαία πάνω στο φιλμ αυτό του Χέρτζογκ που υπήρχε διαθέσιμο στο γνωστό τόπο φιλοξενίας αρχείων βίντεο YouTube.
Επιχείρησα να το δω και έμεινα έκπληκτος αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του λυράρη τον Ρεθεμνιώτη Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά! Με το χαρακτηριστικό του παρουσιαστικό που πολλοί Ρεθυμνιώτες θυμούνται (εγώ δυστυχώς δεν τον πρόλαβα), τα γερακοκούδουνα στο τεράστιο δοξάρι του, να παίζει και να τραγουδάει σε ταβερνάκι στο αγαπημένο του λημέρι το λιμάνι του Ρεθύμνου, συνοδευόμενος από τον Δασκάλιο το Λευτέρη (έχω μία φωτογραφία με τους δυο τους να παίζουν περίπου την ίδια περίοδο).
Ένα σπάνιο ντοκουμέντο με πρωταγωνιστή έναν από τους μεγαλύτερους Κρητικούς λαϊκούς μουσικούς του περασμένου αιώνα…
του Κώστα Βασιλάκη, πρώτη δημοσίευση στο www.cretan-music.gr (2007)
Οι Έρφοι ήταν ένα εξαιρετικά μερακλίδικο χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης, με ανθρώπους εργατικούς, που αγαπούσαν ιδιαίτερα τη μουσική. Τα βάσανα και τους καημούς της ζωής τους τα διασκέδαζαν σε κάθε ευκαιρία με τους κλασικούς τρόπους ψυχαγωγίας της παραδοσιακής Κρήτης, το γλέντι (σε περιορισμένο χώρο, συνήθως στα καφενεία, στο πανηγύρι του 15αύγουστου, τις απόκριες και τις άλλες μεγάλες γιορτές), τις παρέες και τις καντάδες.
Στο χωριό, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα καταγεγραμμένες μαρτυρίες, χορεύονταν οι εξής χοροί:
Ο χανιώτης, ο γνωστός χανιώτικος συρτός, με παραγγελιά στο λυράρη, στην οποία χόρευε μόνο η παρέα εκείνου που παράγγειλε, χωρίς περιορισμό στον αριθμό των χορευτών.
Οι κατσαμπαδιανές, ο γνωστός κατσαμπαδιανός, που εθεωρείτο εύθυμος χορός και χορευόταν κι από τα δύο φύλα (γνωστή ηλικιωμένη μερακλίνα χορεύτρα του χωριού έλεγε στην ανηψιά της, όταν την έβλεπε στενοχωρεμένη: «Έλα να σου χορέψω τσι κατσαμπαδιανές!»).
Ο λαζώτης, με την ονομασία «Κάμε με, κυρά, γαμπρό», κι από τα δύο φύλα.
Ο σιγανός πεντοζάλης ή απλώς πεντοζάλης, ο γνωστός ρεθεμνιώτικος σιγανός, που συνηθιζόταν και σε μια παραλλαγή τριών βημάτων με χτύπημα του τακουνιού στο τρίτο βήμα. Η παραλλαγή αυτή εθεωρείτο περίπου ιδιαίτερος χορός και είχε το όνομα τακουνάτος. Χορευόταν ενίοτε ως παραλλαγή του σιγανού, αλλά και ως αυτόνομος χορός. Η λαβή στο σιγανό και στον τακουνάτο ήταν σταυρωτή, όπως στη μεγαρίτικη «τράτα».
Ο πηδηχτός (γρήγορος πεντοζάλης), στον οποίο κατέληγε ο σιγανός και ο τακουνάτος.
Ο καστρινός, όπως τον ξέρουμε, μ’ αυτό το όνομα.
Η σούστα, σε ζευγάρια κύκλο το ένα πίσω απ’ το άλλο, που άλλαζαν και ντάμα (αλλά δε μπορέσαμε να εντοπίσουμε λεπτομέρειες για τη διαδικασία) και που ενίοτε παράλλασσε σε φοξ κατ’ εντολήν του λυράρη.
Ο απανωμερίτης, με το όνομα σιγανός (;), που τον αγαπούσαν ιδιαίτερα οι κοπελιές, γιατί τους άρεσε το χτύπημα με το τακούνι.
Η ονομασία χτυπητό πεντοζάλι αντιστοιχούσε στον τακουνάτο ή σε άλλο χορό;
Από τους μουσικούς του χωριού μπορέσαμε να καταγράψουμε τους παρακάτω:
Ο πιο «συστηματικός επαγγελματίας» λυράρης των Έρφων ήταν ο γνωστός ΜανώληςΚατσαμάς, που έπαιζε στο χωριό συνήθως με τη συνοδεία του λαγουθιέρη Μανούσου Πανταγιά. Μεγάλη του επιτυχία το συρτό «Ο Ζητιάνος». Την παράδοση συνέχισαν οι γιοι του Βασίλης, Γιώργης και Σήφης Κατσαμάς, γνωστοί ως «Κατσαμάδες», με μεγάλη παρουσία και στην δισκογραφία.
Το χωριό επίσης γλεντούσε στα πανηγύρια ο Γιώργης Ρακιτζής, πατέρας του γνωστού τραγουδιστή της ελληνικής ποπ Μιχάλη Ρακιτζή. Ναυτικός, μετά από χρόνια περιπλανήσεων καταστάλαξε στο χωριό.
Ήταν ένας ήσυχος καλός άνθρωπος που ο ίδιος και η λύρα του αγαπήθηκαν πολύ από την τοπική κοινωνία.
Έπαιζε μόνος, με συνοδεία (παλιότερα) τα γερακοκούδουνα του δοξαριού του.
Ο λυράρης Κωστής Ουρανός (Ουρανόκωστας) έπαιζε μόνο σιγανό πεντοζάλη, είχε μάλιστα και δική του κοντυλιά, στην οποία, κατά τις μαρτυρίες, βασίζεται η μουσική του τραγουδιού Στην Κρήτη σε μιαν άκρη του Κώστα Μουντάκη. Η σύζυγος του Ουρανόκωστα ήταν στενή συγγενής του Μουντάκη και πολύ συχνά έκαναν παρέα κι έπαιζαν μαζί στο σπίτι του Ουρανού, που ήταν σχεδόν ο μόνος χώρος στον οποίο ακουγόταν η πολύ γλυκιά και αγαπητή στους Ερφιανούς λύρα του. Ο Ουρανόκωστας δεν έπαιζε σε πανηγύρια, μόνο σε παρέες στο σπίτι του και στη γειτονιά. Έπαιζε μόνος, με γερακοκούδουνα.
Πολύ καλή μπαντούρα έπαιζε ο Μιχάλης Τζιλιγκάκης ή Μιχαλένιος (πέθανε το 1980 σε ηλικία πάνω από 90 ετών), άνθρωπος που έδινε μεγάλη σημασία τόσο στο παίξιμο όσο και στην κατασκευή της μπαντούρας του. «Τα δάχτυλά ντου ήσανε μαγικά». Έπαιζε με εξαιρετική δεξιοτεχνία όλους τους παραπάνω χορούς (μάλιστα με γρήγορες εναλλαγές πολλών γυρισμάτων, τουλάχιστον στο σιγανό, τον πηδηχτό, τον καστρινό και τη σούστα) εκτός από το χανιώτη.
Τα χωριά γύρω από τη Μονή Αρκαδίου ανήκουν παραδοσιακά στις επαρχίες Ρεθύμνης και Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Σήμερα υπάγονται στους αντίστοιχους δήμους Ρεθύμνου και Μυλοποτάμου.
Τον καιρό της παράδοσης στην Κρήτη, όλα αυτά τα χωριά είχαν τους μουσικούς τους, λιγότερο ή περισσότερο προικισμένους ερασιτέχνες, μερακλήδες παθιασμένους με τη μουσική, που ψυχαγωγούσαν την τοπική κοινωνία ή την ευρύτερη περιοχή, τονώνοντας το ηθικό των ανθρώπων σε δύσκολους καιρούς, ξεκουράζοντας την ψυχή τους από τη σκληρή δουλειά, τη φτώχεια και τις κακουχίες της ζωής, αλλά και κρατώντας τους όσο ήταν δυνατόν ενωμένους γύρω από έναν κοινό άξονα: την ψυχαγωγία που δημιουργούσαν μόνοι τους με ευκαιρίες όπως ο πανηγύρι του αγίου, η καντάδα, η παρέα στο καφενείο, τα τρυγοπατήματα, τα τσικουδοβγάρματα, τ’ αλέσματα των ελιών κ.τ.λ.
Από τους μουσικούς γύρω απ’ το Αρκάδι έχουμε ήδη καταγράψει κι άλλους σε άλλα κείμενα (π.χ. για τα Χάρκια, τους Έρφους, την Ελεύθερνα κ.λ.π.), και σήμερα προσθέτουμε μερικούς ακόμη:
Ο Βασίλης Καλαϊτζάκης ή Πήλινος από τον Πίκρη, που υπάγεται σήμερα στο δήμο Ρεθύμνου, ήταν λυράρης με ιδιαίτερο ύφος και εξαίρετους δακτυλισμούς, είχε δισκογραφία στις 45’’. Το πάθος του για τη λύρα ήταν έκδηλο τόσο στο παίξιμο όσο και στο τραγούδι του. Διακρίνονταν για τον υπέροχο μαλεβιζιώτη του. Πέθανε το 1978, αφού η υγεία του είχε κλονιστεί από εγκεφαλικά επεισόδια.
Γιάννης Ζυμβραγουδάκης ή Τζυμπραγός (λύρα), Μανούσος Πανταγιάς (λαούτο)
Ο Γιάννης Ζυμβραγουδάκης ή Τζυμπραγός (1909-2003), αργότερα γνωστός ως Γέρο Τζυμπραγός, ήταν από τη Λούτρα Ρεθύμνου, του σημερινού Δήμου Ρεθύμνου. Εξαιρετικά πράος άνθρωπος με διαμαντένιο ήθος, που έμεινε παροιμιώδες για τους συνεργάτες του λαγουθιέρηδες.
Ο Βαγγέλης Μυζηθράκης ή Μυζήθρας (1934-), λυράρης από τον Άγιο Δημήτριο Ρεθύμνης, συνεργάστηκε κι αυτός με πολλούς λαγουθιέρηδες και ηχογράφησε με το Μανώλη Κακλή.
Ο Γιώργης Πηγουνάκης ή Μπαγάσα από τον Πίκρη ήταν ένας απλός άνθρωπος, καλός ερασιτέχνης λυράρης με απαράμιλλο πάθος για τη μουσική. Αφιλοκερδής, παίζοντας αποκλειστικά για το ξεχείλισμα της ψυχής του, πήγαινε πολλές φορές με τη λύρα του στα τοπικά γλέντια των διαφόρων χωριών χωρίς να τον έχουν καλέσει. Αν τύχαινε να παίζει άλλος λυράρης, καθόταν σ’ ένα τραπέζι και δεν συμμετείχε, ούτε αξίωνε να παίξει κι αυτός. Ενίοτε ωστόσο τον καλούσαν και συμμετείχε με τη λύρα του παίζοντας ένα δυο σκοπούς.
Πρόβλημα για το Μπαγάσα ήταν το γεγονός ότι ήθελε να παρουσιάσει λίγα χρήματα ως είσπραξη της βραδιάς στη γυναίκα του, που γκρίνιαζε όταν τον έβλεπε να ξενυχτάει. Έτσι, με δικαιολογία το παίξιμο, έπαιρνε συμβολικά λίγα κέρματα από την καλή θέληση των φίλων του μουσικών, που ήξεραν το πρόβλημά του, χωρίς ο ίδιος να τα ζητήσει.
Ο Λουκάς Παχουντάκης από το Παγκαλοχώρι Ρεθύμνης, ήταν λαγουθιέρης με ιδιαίτερο ύφος τόσο στο παίξιμο όσο και στο τραγούδι. Ήταν περισσότερο σολίστας παρά πασαδόρος (συνοδός), αλλά το τραγούδι του τον έκανε καλό συνεργάτη των λυράρηδων της περιοχής. Έζησε και μερικά χρόνια στη Γερμανία. Πέθανε μετά το 1990, σε ηλικία περίπου 70 χρόνων.
Ο Μανώλης Τσαγκαρούλης (Κουρούπης) ήταν ένας από τους μεγάλους λυράρηδες της Κρήτης και ανήκει στην κατηγορία των τοπικών μουσικών που δεν καταγράφηκαν ποτέ δισκογραφικά, με αποτέλεσμα να μη μνημονεύονται όπως οι συνομήλικοι του λεγόμενοι «πρωτομάστορες», όπως καθιερώθηκε να αποκαλούνται.
Γεννήθηκε γύρω στα 1908-10 στο Μέρωνα της επαρχίας Αμαρίου, του νομού Ρεθύμνης. Σε ηλικία περίπου 16 ετών καθηλώθηκε στο κρεβάτι, συνέπεια ενός τραυματισμού στο πόδι του και η μητέρα του για να κάνει πιο εύκολες τις στιγμές της ανάρρωσης του, του αγόρασε μια λύρα. Αρκετό χρόνο πέρασε δε την ίδια περίοδο στο γειτονικό μοναστήρι του Αρκαδίου όπου και εξασκήθηκε ιδιαίτερα στο παίξιμο της. Στα δεκαεπτά του κλήθηκε για πρώτη φορά να παίξει σε γαμήλιο γλέντι στο χωριό του κι έτσι ξεκίνησε μία παρουσία ογδόντα και πλέον ετών στα μουσικά πράγματα της ευρύτερης περιοχής της επαρχίας Αμαρίου.
Το παρατσούκλι του το «κληρονόμησε» από τον πατέρα του, για τον οποίο θρυλούνταν ότι, επιστρέφοντας από τον πόλεμο στη Μικρασία, «έφερε τσι λίρες με το κουρούπι» (=κιούπι, μικρό πήλινο πιθαράκι).
Ο Κουρούπης λοιπόν, τον οποίο ο Λεωνίδας Κλάδος κατονόμαζε ως δάσκαλό του, δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας, έπαιζε χωρίς να ζητήσει χρήματα και κέρδος του θεωρούσε τις όμορφες στιγμές που πέρασε στα γλέντια του Μέρωνα και των γύρω χωριών. Είχε παίξει συντροφιά με το Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη, το Μαρκογιάννη αλλά και με συγχωριανούς του όπως τους Χρήστο και Παντελή Καλοειδά, τον Γαργεραλέξη (Αλέξη Γαργερό), το Γιώργη Λιοδάκη, κ.ά.
Λέγεται πως είχε δικό του σκοπό-γύρισμα στα λεγόμενα συρτά του Ροδινού. Το ρεπερτόριό του περιελάμβανε συρτά, τον «Πενταζάλη» (όπως ο ίδιος τον αποκάλεσε -σιγανό και πηδηχτό), Σούστα, Λαζωτή, Κατσαμπαδιανό, Μικρό μικράκι, αλλά και ευρωπαϊκούς χορούς όπως Ταγκό, Πόλκα, κ.ά., που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς κάποτε. Μέχρι και με συνοδεία σαντουριού είχε παίξει σε πανηγύρι στο Μέρωνα!
Την δεκαετία του 1950 απέκτησε από το γνωστό οργανοποιό Μανώλη Σταγάκη τη λύρα που τον συντρόφευε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του…
O Κουρούπης «έφυγε» πλήρης ημερών το 2009 και οι χωριανοί του τον θυμούνται και τον τιμούν με καμάρι.
«Ο Θεός να συχωρέσει των αθρώπω» που μνημονεύονται σ’ αυτό το κείμενο· «τωνε γνωρίζομε χάρη» (ευγνωμοσύνη) για τις ζωές που έσωσαν, ίσως, έμμεσα, και τη δική μας.
α. Η Υγεία στην παραδοσιακή Κρήτη.
Στην παραδοσιακή Κρήτη οι άνθρωποι της υπαίθρου που ασχολούνταν με την αποκατάσταση της υγείας των συνανθρώπων τους, αλλά και των ζώων, μπορούν να τοποθετηθούν σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:
α. επιστήμονες γιατροί,
β. εμπειρικοί θεραπευτές («πραχτικοί»), που ασκούσαν κυρίως λαϊκή βοτανοθεραπευτική, ορθοπεδική και μαιευτική,
γ. μάγοι και μάγισσες,
δ. ιερείς και μοναχοί, που τελούσαν «διαβαστικά» (εξορκισμούς και γενικά ευχές επί ασθενών), ευχέλαια και αγιασμούς ή, σπανιότερα, άλλες ιεροπραξίες· είχαμε και μερικές περιπτώσεις λαϊκών εξορκιστών, όπως, στο Ρέθυμνο, η Κατίνα Βασιλάκη (Στεφάναινα) και η Στυλιανή Φιλοθέη (Χατζίνα).
Οι άνθρωποι που εντάσσονται στις δύο πρώτες από τις παραπάνω κατηγορίες μεταχειρίζονταν κυρίως πρακτικές μεθόδους αντιμετώπισης των ασθενειών, ενώ εκείνοι που περιλαμβάνονται στις δύο τελευταίες, μεθόδους που ανήκουν στο χώρο της μεταφυσικής· ωστόσο αυτό δεν ήταν απόλυτο, αφού οι μεν συχνά χρησιμοποιούσαν και γηθειές ή άλλου είδους λαϊκές μαγικές μεθόδους, ενώ οι δε συνδύαζαν ενίοτε τη μαγεία ή την προσευχή τους με πραχτικές συμβουλές, συνήθως ενδεδυμένες με κάποια θρησκευτικότητα.
Βέβαια δεν έλειπαν οι εμπειρικοί κτηνίατροι, που μεταχειρίζονταν πραχτικές γιατρικές για τα οικόσιτα ζώα (έχνη) ή τα οζά του κοπαδιού· ετρίβγανε (με το κρομμύδι και τ’ αλάτσι) τ’ απαλά του γαΐδάρου π.χ., εβγάνανε το κοράκι τω μ-προβάτω και των αιγώ και τη γ-κόρυζα των ορνίθω ή φροντίζανε τα ζώα σε διάφορες άλλες περιπτώσεις. Πολλοί από τους τους πραχτικούς γιατρούς των ανθρώπων εγνώριζαν και χρησιμοποιούσαν γιατρικές και για τα ζώα, συχνά κοινές με των ανθρώπων, όπως κοινές ήταν οι περιπτώσεις πολλές φορές. Στοιχειώδεις γνώσεις εμπειρικής κτηνιατρικής διέθεταν βέβαια οι περισσότεροι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου, ενώ δεν έλλειπε η συνεισφορά της Εκκλησίας στην προστασία και των ζώων.
Υπήρχαν εξάλλου άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, που ειδικεύονταν στην αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου προβλήματος υγείας, εκόβγανε τη χρυσή π.χ., αλλά και άλλοι («χερικάρηδες»), ειδικευμένοι σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο «μεταφυσικής θεραπείας» ασθενειών χωρίς να είναι μάγοι ούτε ιερείς, π.χ. εκάνανε λιόκουρνο ή εχύνανε τον ήλιο με το ποτήρι, εγράφανε τσι μαγουδάδες, εσάζανε χαϊμαΐλια ή ξεμαθιάζανε κ.τ.λ. Σε όλες τις πρακτικές τους σημαντικό ρόλο κατείχαν οι ανάλογες για την περίσταση γηθειές (οι γηθειές συνιστούσαν ένα ολόκληρο μαγικό μικρόκοσμο, που περιελάμβανε ευχές και ξόρκια για κάθε περίσταση, για κάθε επιθυμητό αποτέλεσμα και «προς αποτροπήν παντός εναντίου»).
Τέλος, υπήρχε ένα είδος «οικιακής ιατρικής», που συνίστατο σε απλές γιατρικές, κατάλληλες για μικροπροβλήματα: κομπρέσες με ξιδόνερο για τον πυρετό, εντριβές, ποτήρια (βεντούζες), απλές ευχές για το ξεμάθιασμα κ.λ.π., που είχαν πρόχειρες για καθημερινή χρήση οι περισσότεροι ενήλικες (ιδίως οι μανάδες), αλλά και τα παιδιά, που όλο’πέφτανε κι εβαρίχνανε (χτυπούσαν) και ενίοτε αντέγραφαν τους μεγάλους.
Οι σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων αυτών ομάδων (που ποτέ δεν ήταν οργανωμένες σε κάποιου είδους συντεχνία) εποίκιλλαν κατά περίστασιν· οι επιστήμονες γιατροί συνήθως αντιμετώπιζαν εχθρικά τις άλλες ομάδες, ως βλαπτικές της ανθρώπινης υγείας, κινούμενες από οικονομικά κίνητρα και εκπροσωπούσες το σκοταδισμό ενός μεσαιωνικού παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί, ενώ οι ιερείς και μοναχοί αποστρέφονταν μετά βδελυγμίας τους μάγους, ως συνεργούς του διαβόλου, και συνήθως απαγόρευαν, κατά την εξομολόγηση, στους πιστούς να μεταχειρίζονται γηθειές και άλλες μεθόδους λευκής μαγείας, στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω· σε κάθε περίπτωση θεωρούσαν ότι η προσφυγή (έστω και εν αγνοία του θεραπευτή) γίνεται σε κακοποιές και όχι αληθινά αγαθοποιές πνευματικές δυνάμεις.
Συχνά όμως και οι λαϊκοί θεραπευτές (όπως και πολλοί ασθενείς) αντιμετώπιζαν με καχυποψία τους επιστήμονες ανταγωνιστές τους, είτε γιατί είχαν προσωπική πείρα ή πληροφόρηση της αποτυχίας τους σε κάποιες περιπτώσεις ασθενειών είτε λόγω των χρηματικών αμοιβών που συνήθως απαιτούσαν για τις επεμβάσεις τους, ενώ κατά κανόνα οι λαϊκοί θεραπευτές κάθε μορφής αμείβονταν μόνο προαιρετικά και σε είδος.
β. «Του κύκλου τα γυρίσματα».
Η μετάβαση μιας κοινωνίας από την «παραδοσιακή» στη «σύγχρονη» εποχή είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, κατά την οποία μια τοπική κοινωνία (σε επίπεδο κοινότητας, πόλης ή χώρας ολόκληρης) μεταμορφώνεται σταδιακά αποβάλλοντας τον τοπικό πολιτισμό και υιοθετώντας το λεγόμενο «δυτικό πολιτισμό», που εκπροσωπείται σήμερα από τον τρόπο ζωής του λευκού (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά –σε τομείς όπως λ.χ. ο αθλητισμός) ανθρώπου των αστικών κέντρων των Η.Π.Α., όπως τουλάχιστον μεταφέρεται και επιβάλλεται μέσω των μηχανισμών προώθησης υλικών και πνευματικών αγαθών (π.χ. μουσική) σε παγκόσμια κλίμακα.
Βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής για κάθε κοινωνία είναι η εδραίωση του κυρίαρχου ρόλου της τεχνολογίας σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα (τεχνολογίας συνήθως εισαγόμενης ή παραγόμενης από τοπικούς αντιπροσώπους πολυεθνικών εταιριών), η αντικατάσταση της παραγωγής ή δημιουργίας των απαραίτητων για τη ζωή προϊόντων και υπηρεσιών με την αγορά έξωθεν, ο προσανατολισμός σε ορθολογική οικονομική ανάπτυξη με κύριο στόχο το κέρδος (αντί άλλων αξιών, π.χ. της ποιότητας), με παράλληλη άμβλυνση κριτηρίων όπως ο σεβασμός προς τον άνθρωπο, το εκτρεφόμενο ζώο, τη γη κ.τ.λ., η μαζικότητα στην παραγωγή και τις κοινωνικές εκδηλώσεις (μαζική ενημέρωση, μαζική μεταφορά, μαζική ψυχαγωγία, «μαζική έξοδος» του Σαββατοκύριακου κ.τ.λ.), ο καταναλωτισμός και βέβαια, σε διαλεκτική σχέση με τα παραπάνω, ο εξατομισμός του ανθρώπου, με τη ρήξη της παραδοσιακής έννοιας της ομάδας και τον αναπροσανατολισμό του ενδιαφέροντος του ανθρώπου, ατόμου πλέον, μορίου ενός «κοινού», μιας «μάζας», στον εαυτό του και τις φυσικές προεκτάσεις του (πυρηνική οικογένεια και υποκατάστατα)· τα στοιχεία αυτά εκτοπίζουν άλλα του τοπικού πολιτισμού, ιδίως τα αντίθετα ή περιττά προς το νέο προσανατολισμό της κοινωνίας, μεταξύ των οποίων η προσωπική σχέση του ανθρώπου με τα στοιχεία του φυσικού ή ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, η δυνατότητα άμεσης χρήσης των πρωτογενών στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος για την ικανοποίηση των ιδίων αναγκών και η βιωματική συμμετοχή στο χώρο της παραδοσιακής θρησκευτικότητας (στο επίπεδο της λαϊκής ή της επίσημης θρησκείας), που μεταφράζεται σε κατάργηση της ιερότητας ως χαρακτηριστικού της φύσης, μη νοουμένης πλέον ως κτίσεως. Φυσικά αναπτύσσεται ρεύμα δημιουργίας πολιτιστικών συλλόγων και σχολών εκμάθησης τοπικών χορών και μουσικών οργάνων (για τη «διάσωση της παράδοσης», που ο καθένας την αντιλαμβάνεται διαφορετικά) και τέλος η επιστήμη της λαογραφίας περιμαζεύει τα συντρίμμια του πάλαι ακμαίου τοπικού πολιτισμού και τα τοποθετεί στον οικείο χώρο κάποιου λαογραφικού μουσείου αφήνοντας απ’ έξω κάποια γραφικά κατάλοιπα, προσφερόμενα για τουριστική και γενικότερα οικονομική αξιοποίηση. «Αλλά ταύτα περιττά».
Στην Κρήτη η αρχή της μετάβασης των τοπικών κοινωνιών (αστικών και υπαίθριων) του νησιού από την «παραδοσιακή» στη «σύγχρονη» εποχή τοποθετείται συμβατικά στο 1950, με την έξοδο της Κρήτης από τη σχετική απομόνωση, που της είχε επιβάλει ώς τότε η γεωγραφική της θέση (ωστόσο οι νέες συνθήκες νομίζω ότι γίνονται πλέον εμφανείς από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά). Η σύνθετη αυτή διαδικασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, αλλά η ολοκλήρωσή της είναι θέμα χρόνου. Στον τομέα που μας ενδιαφέρει έχουμε γενικά τα εξής νέα δεδομένα:
α. παρατηρείται κινητικότητα του πληθυσμού από τα χωριά στις πόλεις και από την Κρήτη στα εκτός Κρήτης ή και εκτός Ελλάδος αστικά κέντρα,
β. τα οδικά δίκτυα και οι συγκοινωνίες στο εσωτερικό του νησιού έχουν βελτιωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, διευκολύνοντας τη μετάβαση από τα χωριά στις πόλεις και το αντίστροφο,
γ. η φτώχεια, μάστιγα της κρητικής υπαίθρου, έφυγε παίρνοντας μαζί της την πείνα και τις αρρώστιες που προκαλούνταν από την αναφαγιά (υποσιτισμό) πλήττοντας κυρίως τα παιδιά· η διάδοχη κατάσταση είναι όχι ο πλούτος, αλλά η καταναλωτική αφθονία (προϊόντα Super-Market κ.τ.λ.( φυσικά, παιδιά και ενήλικες του κρητικού χωριού υφίστανται πλέον, μέσω της τηλεόρασης, τα ίδια διαφημιστικά μηνύματα με τον κάτοικο της Αθήνας), αν και έχουμε θεαματική αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε περιοχές με έντονη αγροτική (π.χ. Μεσσαρά), κτηνοτροφική (π.χ. ορεινό Μυλοπόταμο) και τουριστική (π.χ. περιοχή Άδελε Ρεθύμνης) ανάπτυξη
δ. οι συνθήκες υγιεινής στα χωριά βελτιώθηκαν κατά πολύ( η δημιουργία αποχετευτικού δικτύου εξακολουθεί να συνιστά μείζον ζήτημα για τους νεότευκτους κρητικούς Δήμους, όμως όλα τα σπίτια πλέον στα χωριά διαθέτουν σύγχρονη τουαλέτα (που αντικατέστησε το σταυλάκι) και υπάρχει πια σαφής διάκριση του χώρου κατοικίας των ανθρώπων από τους χώρους σταυλισμού των ζώων, ενώ τα μαθητικά εμβόλια και ο υγειονομικός έλεγχος των τροφίμων δεν είναι πλέον terra incognita, με συνέπεια να εξαλειφθούν ασθένειες όπως η φυματίωση, η ελονοσία, ο τύφος, η δυσεντερία κ.ά., αίτια πολλών θανάτων κάποτε, ενώ άλλες, κάποτε θανάσιμες (όπως η πνευμονία), είναι ιάσιμες σήμερα(
ε. ωστόσο εισέβαλαν δραματικά στη ζωή του Κρητικού της υπαίθρου τα πλαστικά και τα άλλα συνθετικά προϊόντα, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταναλωτική αφθονία που προαναφέραμε, εισήγαγαν για πρώτη φορά στο κρητικό χωριό την έννοια του απορρίμματος, που δεν ανακυκλώνεται, αλλά πετιέται, ρυπαίνοντας και μολύνοντας ρυάκια και αγρούς, και προκάλεσαν την ανάγκη της συστηματικής περισυλλογής του με απορριμματοφόρα και συγκέντρωσής του σε ειδικό χώρο, που εσχάτως γίνονται προσπάθειες να είναι χώρος υγειονομικής ταφής(
στ. η γεωργία και η κτηνοτροφία χρησιμοποιούν πλέον τις σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας, παραγωγής, ελαιοτριβίας, εκτροφής κ.τ.λ., στις οποίες οι φαρμακευτικές ουσίες ή οι υψηλές θερμοκρασίες (προκειμένου για τα ελαιοτριβεία) κατέχουν σημαντικό ρόλο, ενώ η οργανωμένη χοιροτροφία και ορνιθοτροφία και οι καλλιέργειες σε θερμοκήπια συνιστούν πλέον βασικές πλευρές της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού, με συνθήκες βέβαια όχι ευνοϊκές για την υγεία των «καταναλωτών»( έτσι η περίφημη «κρητική διατροφή», τόσο διαφημιζόμενη διεθνώς τελευταία, χάνει την αξιοπιστία της ως προς την αξία της για την υγεία του ανθρώπου που την εφαρμόζει, πολλώ δε μάλλον στο βαθμό που ο αστικός τρόπος ζωής της πλειοψηφίας των Κρητικών πλέον δεν συνηγορεί στην επίτευξη καλής υγείας(
ζ. συγκεκριμένα στο χώρο της υγείας έχουν διαμορφωθεί νέες συνθήκες, στις οποίες θ’ αναφερθούμε αμέσως παρακάτω( η επιστημονική ιατρική έχει εδραιωθεί, με όλα τα οφέλη της, ενώ η λαϊκή «συνάδελφός της», με το δικό της κοινωνικό ρόλο, τείνει προς εξαφάνισιν.
γ. Η Υγεία στην Κρήτη σήμερα.
γ.1. Η επιστημονική ιατρική.
Η κίνηση του πληθυσμού από τα χωριά στις πόλεις και από την Κρήτη εκτός Κρήτης απάλλαξε μεγάλο μέρος του συνόλου των καταγόμενων από την Κρήτη και γεννημένων σε κάποιο χωριό της από οποιαδήποτε σχέση με τη λαϊκή ιατρική πλην της νοσταλγικής ανάμνησης( όπως ήταν φυσικό, οι μετανάστες προσαρμόστηκαν στις υγειονομικές συνθήκες της περιοχής, στην οποία εγκαταστάθηκαν, όπου η κυριαρχία της επιστημονικής ιατρικής (εφόσον έχουμε να κάνουμε με αστικές κοινωνίες) είναι ή τουλάχιστον φαίνεται απόλυτη. Τα εγγόνια των ξενητεμένων Κρητικών, που μεγαλώνουν σήμερα στα διάφορα μέρη του κόσμου, είναι ανυποψίαστα για τις υγειονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στη γενέτειρα του παππού και της γιαγιάς τους όταν εκείνοι ζούσαν σ’ αυτήν( αλλά και οι ίδιοι, ηλικιωμένοι πλέον, μόνο αν προκληθούν στα πλαίσια σχετικής συζήτησης, συνήθως λαογραφικού χαρακτήρα, ανακαλούν στη μνήμη τους ιατρικά δεδομένα εκείνης της επώδυνης, αν και αγαπημένης, εποχής.
Στην κρητική ύπαιθρο, όπου βέβαια εξακολουθεί να ζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού του νησιού, η πρόσβαση των κατοίκων στην επιστημονική ιατρική γίνεται ολοένα και ευκολότερη. Αφενός η βελτίωση των οδικών δικτύων και των συγκοινωνιών επιτρέπει πλέον την έγκαιρη μεταφορά ενός ασθενούς στο νοσοκομείο της πλησιέστερης πόλης (εκτός φυσικά από περιπτώσεις άμεσου κινδύνου) και αφετέρου η ιατρική επιστήμη κινήθηκε προς την ύπαιθρο με τα περιφερειακά ιατρεία («αγροτικά ιατρεία»), κατ’ αρχάς, και τα κέντρα υγείας στη συνέχεια. Συγκεκριμένα ο θεσμός των περιφερειακών ιατρείων ιδρύθηκε με το Νόμο 3487/1955 για τα κοινοτικά ιατρεία, ενώ ο αντίστοιχος των κέντρων υγείας με το Νόμο 1397/83.
Τα κέντρα υγείας που λειτουργούν σήμερα στο νομό Ρεθύμνης, για παράδειγμα, είναι του Σπηλίου (από τις αρχές του 1986), του Περάματος (από 3.2.1989), της Αγίας Φωτεινής (από 3.10.1989) και των Ανωγείων (από 11.2.1993), είναι δηλαδή κατανεμημένα στις τρεις από τις τέσσερις επαρχίες του νομού (Αγίου Βασιλείου, Μυλοποτάμου και Αμαρίου), πλην της επαρχίας Ρεθύμνης, στην οποία βρίσκεται η πόλη του Ρεθύμνου με το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο της. Κοντά στα κέντρα υγείας, όπως ήταν φυσικό, σύντομα άρχισαν τη λειτουργία τους και ιδιωτικά φαρμακεία.
Τα περιφερειακά ιατρεία που λειτουργούν σήμερα στο νομό Ρεθύμνης υπάγονται στα αντίστοιχα κέντρα υγείας και εδρεύουν στα χωριά Χουμέρι, Μαργαρίτες, Γαράζο, Μελιδόνι, Πάνορμο, Δροσιά και Πηγή (τα υπαγόμενα στο κέντρο υγείας Περάματος), Σελλιά, Αγκουσελιανά, Μέλαμπες, Αγία Γαλήνη, Ακούμια, Αργυρούπολη, Ρούστικα (διθέσιο), Αρμένους και Επισκοπή (τα υπαγόμενα στο κέντρο υγείας Σπηλίου), Νίθαυρη, Φουρφουρά, Μέρωνα και Πρασσές (τα υπαγόμενα στο κέντρο υγείας Αγίας Φωτεινής) και Ζωνιανά (διθέσιο), Λιβάδια και Γωνιές (τα υπαγόμενα στο κέντρο υγείας Ανωγείων).
Οι γιατροί που σήμερα στελεχώνουν τα περιφερειακά ιατρεία και τα κέντρα υγείας διαφέρουν από τους επιστήμονες συναδέλφους τους της «παραδοσιακής εποχής» στην Κρήτη κατά το ότι οι «παλαιοί γιατροί» κατά κανόνα διέμεναν στο χωριό καταγωγής τους και εκεί, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή, ασκούσαν το λειτούργημά τους( παρέμεναν εκεί συνήθως μέχρι να αποσυρθούν από την ενεργό δράση και, εκτός από τη μόρφωση και την πείρα που αποκτούσαν με τα χρόνια, γνώριζαν καλά έως πολύ καλά τους ασθενείς τους, τους παρακολουθούσαν χρόνια και συνηθέστατα συνδέονταν μ’ αυτούς με φιλικές, κοινωνικές ή οικογενειακές (συντεκνιές, συμπεθεριά κ.λ.π.) και πάντως προσωπικές σχέσεις( ήταν ενταγμένοι στην τοπική κοινωνία ως οργανικά μέλη και μάλιστα συνιστούσαν, μαζί με τους δασκάλους, τους ιερείς και τους λοιπούς μορφωμένους ανθρώπους, πνευματικούς ηγέτες του χωριού τους ή και της ευρύτερης περιοχής. Αυτά όλα ενείχαν τον κίνδυνο της εμπλοκής τους σε προσωπικές, κοινωνικές ή πολιτικές αντιπαλότητες, ανασχετικές για την ομαλή άσκηση του λειτουργήματός τους, αλλά κυρίως πρόσφεραν πολλαπλά στην άσκηση αυτή, λόγω της εμπειρίας και των γνώσεων που με τα χρόνια αποκτούσαν και της μακρόχρονης σχέσης με τους ασθενείς τους και το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον τους.
Από την άλλη, οι σημερινοί αγροτικοί γιατροί είναι κατά κανόνα νεαροί πτυχιούχοι της Ιατρικής που «κάνουν το αγροτικό τους» σε τόπο άγνωστο, μεταξύ αγνώστων, στον οποίο παραμένουν ελάχιστα (ένα χρόνο) πριν ολοκληρώσουν τις σπουδές τους με απώτερο επαγγελματικό σκοπό τη σταδιοδρομία σε κάποιο αστικό κέντρο( οι νέοι αυτοί γιατροί στερούνται όχι μόνο της πείρας, της εγκύκλιας μόρφωσης και της μακρόχρονης επαφής με τους ασθενείς, αλλά και των γνώσεων του φυσικού περιβάλλοντος που διέθεταν πολλοί από τους «παλαιούς γιατρούς» (ως γεννήματα και θρέμματα των χωριών), είναι όμως εφοδιασμένοι με τις σπουδές τους στα σύγχρονα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, που τους επιτρέπουν να ασκούν αποτελεσματικά το λειτούργημά τους ικανοποιώντας τις τρέχουσες ανάγκες της υπαίθρου για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
γ.2. Η λαϊκή ιατρική.
Οι τρεις ομάδες λαϊκών θεραπευτών στην Κρήτη, στις οποίες αναφερθήκαμε στην αρχή της εργασίας μας, οι πραχτικοί γιατροί, οι μάγοι και οι ιερείς και μοναχοί, ακολούθησαν την πορεία που τους προδιέγραψαν οι νέες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες στο νησί, πορεία κοινή για τις δύο πρώτες ομάδες (φθίνουσα) και κάπως διαφορετική για την τρίτη, η οποία επιβιώνει ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό.
Η τελευταία γενιά εμπειρικών θεραπευτών στην Κρήτη, βοτανοθεραπευτών, ορθοπεδικών και μαιών βρίσκεται πλέον σε πολύ προχωρημένη ηλικία και ήδη τα μέλη της πεθαίνουν χωρίς να κληροδοτήσουν τις γνώσεις τους σε επιγόνους. Το ίδιο ισχύει και για τους ασχολούμενους με συγκεκριμένα είδη λευκής μαγείας, τα οποία προαναφέραμε. Αυτό οφείλεται όχι τόσο στην απροθυμία των ίδιων να μεταδώσουν τις γνώσεις τους, πρόβλημα που υπήρχε ανέκαθεν σε αρκετές περιπτώσεις (χωρίς ωστόσο να εμποδίζει τη μετάδοση των γνώσεων), αλλά στην αδιαφορία των απογόνων τους και γενικά των νεώτερων μελών της τοπικής κοινωνίας να τις αποκτήσουν, λόγω εξασθένησης των κοινωνικών παραγόντων που διαμορφώνουν ένα κάτοικο του χωριού σε αυτοδίδακτο και «ανάργυρο» θεραπευτή των συγχωριανών του σε συνδυασμό με την αύξηση της εμπιστοσύνης των ανθρώπων στην επιστημονική ιατρική (που την έχουν πια μπροστά στα πόδια τους, τουλάχιστον θεωρητικά), όπως θα δούμε παρακάτω.
Έτσι, από το όλο σύστημα λαϊκών θεραπευτικών πρακτικών, που παραδιδόταν από γενιά σε γενιά, απομένουν σήμερα στα κρητικά χωριά (αλλά και στις πόλεις, σε ανθρώπους που ζουν πλέον εκεί) ελάχιστα κατάλοιπα στα χέρια νέων ανθρώπων (κάτω των 45 ετών)( πρόκειται για απλές μεθόδους αντιμετώπισης ελαφρών προβλημάτων υγείας, όπως τα ποτήρια (βεντούζες), η απότριψη με τη ρακή και τα βραστάρια για κρυολογήματα και φυσικά το ξεμάθιασμα, με διάφορους τρόπους, για ελαφρούς πονοκεφάλους, ανεξήγητο αίσθημα κόπωσης και λοιπά συμπτώματα του θαρμού (βασκανίας). Πιο περίπλοκα ή επώδυνα προβλήματα υγείας συνήθως συνεπάγονται προσφυγή στη φροντίδα του επιστήμονα γιατρού του πλησιέστερου περιφερειακού ιατρείου ή κέντρου υγείας, ενώ τις σοβαρότερες περιπτώσεις ακολουθεί η μεταφορά στο αρμόδιο νοσοκομείο( φυσικά οι συμβεβλημένοι με το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οι συνεργαζόμενοι με τα Κέντρα Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων γιατροί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε καθημερινή βάση ικανοποιώντας τρέχουσες ή έκτακτες ανάγκες όσο και όπως οι ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα τούς επιτρέπουν κάθε φορά.
Η καταφυγή αυτή του σημερινού κατοίκου της κρητικής υπαίθρου, καθώς και της πόλης, στην ιατρική επιστήμη αντί της λαϊκής ιατρικής, συστηματικής ή οικιακής, οφείλεται, εκτός από την απώλεια των παραδοσιακών θεραπευτικών γνώσεων, και στην ασφαλέστερη και αμεσότερη αποτελεσματικότητα των μεθόδων της επιστημονικής ιατρικής έναντι των αντίστοιχων της λαϊκής συναδέλφου της, οι οποίες, και σε περιπτώσεις ακόμη που επιβιώνουν ως γνώση ή ανάμνηση στη σκέψη των σύγχρονων Κρητικών, είναι χρονοβόρες στην απάλειψη των οδυνηρών συμπτωμάτων και συχνά επισφαλούς αποτελεσματικότητας. Βέβαια το σύστημα υγείας στην Κρήτη επιδέχεται, ή μάλλον απαιτεί, βελτίωση, για την ταχύτερη και, συνεπώς, αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των ασθενών.
Οι μάγοι και οι λαϊκοί εξορκιστές στην Κρήτη έχουν την ίδια τύχη με τους πραχτικούς γιατρούς: πέθαναν ή πεθαίνουν χωρίς διαδόχους. Νέοι άνθρωποι που να εξασκούν τη μαγεία ή να τελούν εξορκισμούς «ακαθάρτων πνευμάτων» δεν υπάρχουν σήμερα στην Κρήτη( η τελευταία αρμοδιότητα πέρασε πλέον αποκλειστικά στα χέρια, στα οποία ανήκει κανονικά, τα χέρια των ιερέων. Παρόλα αυτά, οι δεισιδαιμονικές ανησυχίες του σύγχρονου κατοίκου του νησιού δεν έχουν μείνει χωρίς ανταπόκριση, αφού οι τάξεις των μάγων και των λαϊκών εξορκιστών υποκαταστάθηκαν με τα σύγχρονα μέντιουμ( εκτός από τους επαγγελματίες πνευματιστές που διαφημίζονται πανελλαδικά μέσα από τα τηλεοπτικά δίκτυα (στους οποίους έχουν όλοι πρόσβαση, έστω τηλεφωνικά), εντόπιοι συνάδελφοί τους εξυπηρετούν τις ανάγκες τουλάχιστον των κρητικών αστικών κέντρων, όπως φαίνεται από τις διαφημιστικές καταχωρίσεις στον τοπικό τύπο.
Ο χριστιανός ιερέας ως υπηρέτης της ψυχικής και σωματικής (στη διαλεκτική τους σχέση) υγείας του ανθρώπου είναι ο μόνος εκπρόσωπος της παραδοσιακής λαϊκής θεραπευτικής που φαίνεται να διατηρεί στην Κρήτη, όπως και πανελλήνια, το κύρος και τη σπουδαιότητά του σε μεγάλο βαθμό, όσο βέβαια και εδώ οι κοινωνικές και οι συναφείς πολιτισμικές συνθήκες το επιτρέπουν( οι ιερείς εξακολουθούν να τελούν ευχέλαια, αγιασμούς κ.λ.π. ιεροπραξίες και όχι σπάνια και εξορκισμούς, στο ιδιότυπο κλίμα του συνδυασμού πίστης και απιστίας, θρησκευτικής αναζήτησης, αδιαφορίας και δεισιδαιμονίας, που κυριαρχεί και στην Ελλάδα (και στην Κρήτη) στη νέα, «μεταχριστιανική» εποχή.
δ. Συμπερασματικά.
Είναι δύσκολο και, κατά τη γνώμη μου, συνιστά αμφισβητήσιμης εγκυρότητας επιλογή να εξετάσουμε μεμονωμένα τις μεταβολές των συνθηκών στο χώρο της υγείας, αποκομμένες από το πλαίσιο των γενικότερων εξελίξεων στις συνθήκες και τον τρόπο ζωής στην κρητική ύπαιθρο (άλλωστε οι συνθήκες αυτές επηρεάζουν έντονα τον τομέα που μας ενδιαφέρει, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει (ενότητα β΄ του παρόντος) και θα επισημάνουμε ξανά αμέσως παρακάτω.
Βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι οι μεταβολές αυτές έχουν και έντονο φιλοσοφικό χαρακτήρα, καθώς έχουν επηρεάσει βαθύτατα την κοσμοθεωρία και την ηθική του Κρητικού, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα εντός και εκτός Κρήτης αστικά κέντρα (οι επιδράσεις αυτές δεν είναι άσχετες με το θέμα μας, πράγμα που επίσης θα φανεί στη συνέχεια.
Η άμεση και εμφανής συνέπεια των νέων συνθηκών και του νέου τρόπου ζωής, που κυριαρχεί πλέον στην Κρήτη (και συνιστά μετατόπιση του πληθυσμού της από τον «παραδοσιακό» στο «σύγχρονο» πολιτισμό( είναι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του Κρητικού, με την εξάλειψη της φτώχειας και την εξασφάλιση ανθρώπινων όρων ζωής, τουλάχιστον στον τομέα της υγείας. Όσες ελλείψεις και αν παρουσιάζει το σύστημα υγείας που ισχύει σήμερα στην Κρήτη, όμως παρέχει ασφάλεια στον κάτοικο του νησιού, προστατεύοντας τη ζωή του από πλήθος ασθενειών, που του την αφαιρούσαν κάποτε. Ωστόσο, νέοι κίνδυνοι για την ανθρώπινη ζωή έχουν διαδεχτεί τους παλιούς( κίνδυνοι από τη μόλυνση και την εξάντληση του περιβάλλοντος (με την υπερβόσκηση και τα φυτοφάρμακα) και ιδίως από την έκπτωση της ποιότητας των τροφίμων της ντόπιας παραγωγής λόγω της νόθευσής τους με επικίνδυνες, για αγρότες και καταναλωτές, φαρμακευτικές ουσίες (που συνιστά πρώτιστα έκπτωση της ποιότητας των ανθρώπων, γιατί στην παραδοσιακή Κρήτη η προσφορά στον ανυποψίαστο και άγνωστο πελάτη επικίνδυνων τροφίμων, ενάντια σε κάθε νόμο της χριστιανικής θρησκείας και της φιλοξενίας, ήταν θέμα αθρωπιάς (αξιοπρέπειας), δηλαδή ηθικής. Συγχρόνως ο εξαστισμός έχει εισαγάγει δραματικά στις αναπτυσσόμενες πόλεις του νησιού, όπου συσσωρεύεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, τα σύγχρονα προβλήματα των αστικών κέντρων (ανεργία, άγχος, παχυσαρκία, κυκλοφοριακό, ηχορύπανση, περιορισμό του ζωτικού χώρου) με τις γνωστές επιπτώσεις και στον τομέα της υγείας.
Αναπόφευκτο κόστος της πολύτιμης προόδου ή τίμημα της απεμπόλησης ενός ολόκληρου φυσικού πολιτισμού για μια μονομερή και παρά φύσιν οικονομική ανάπτυξη; Η Ιστορία θα απαντήσει (όπως συνήθως, βέβαια, κατόπιν εορτής. Γεγονός είναι πάντως ότι ο σύγχρονος Κρητικός, αποβάλλοντας το φυσικό τρόπο ζωής των προγόνων του, έχει χάσει την επαφή του με το φυσικό περιβάλλον και μαζί την ελευθερία του και τη σχετική του αυτάρκεια και είναι πλέον σχεδόν εξαρτημένος (σύντομα θα είναι πλήρως εξαρτημένος, όταν μολυνθούν και τα τελευταία πρικορόδικα και βρουβάσταχα ή πάψουν οι νοικοκυρές να τα αναγνωρίζουν) από τα προϊόντα της αγοράς. Έτσι, στον τομέα της υγείας, αδυνατεί ν’ αντισταθεί στην υποβάθμιση της υγείας του, που προκαλούν οι συνθήκες της καθημερινότητας (λόγω συνήθειας, αλλά και περιορισμένου χρόνου και χώρου, δε ζυμώνει το ψωμί του, δε φυτεύει περβολικά μεγαλωμένα με τη γ-κοπρέ, δεν αναθρέφει τσ’ όρθες του με το κριθάρι νά ’χει τ’ αβγά ντου ούτε τσ’ αίγες του νά ’χει το γάλα τω γ-κοπελιώ ντου, παρά μόνο όσο κρατούν ακόμη κάποιες αυλές), ενώ η καταπολέμηση των προβλημάτων υγείας γίνεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά με φαρμακευτική αγωγή, πράγμα που προκαλεί στον οργανισμό επιβάρυνση και εξάρτηση. Τους τελευταίους αιώνες ο Κρητικός κωδικοποιεί τις γνώσεις του, αλλά και την άποψή του για τη ζωή και τον κόσμο, σε λαϊκά δίστιχα (μαντινάδες), πολλά από τα οποία αναφέρονται σε θέματα υγείας.
Το χειμώνα του 2000 από ριμαδόρο κάτω από την επήρεια του πυρετού (τον εβόσκιζεν ο πυρετός, κατά τη λαϊκή έκφραση) συνετέθη το εξής:
Ντεπόν, ποστάν και παναντόλ και πού και μια ’σπιρίνη όποιος με γρίπη κείτεται όσα μπορεί να πίνει!
Τση γειας σας νά ’ναι…
ε. Ευχαριστίες-βοηθήματα.
Ευχαριστώ για την προθυμία τους και τις πληροφορίες που μου παρείχαν τη μητέρα μου κα Γεωργία συζ. Ι. Ρηγινιώτη και το θείο μου κ. Γεώργιο Κ. Φωτάκη, καθώς επίσης και τους ανθρώπους που κατάγονται από τα κρητικά χωριά, τους οποίους συμβουλεύτηκα, και τους διοικητικούς υπαλλήλους του Γ.Ν. Νοσοκομείου Ρεθύμνου, της Διεύθυνσης Υγείας και Πρόνοιας Ρεθύμνου και των κέντρων υγείας του νομού, αλλά και του νομού Λασηθίου( επίσης όλους όσοι συνέβαλαν ποικιλότροπα στην πραγματοποίηση αυτής της σύντομης εργασίας, τους οποίους δεν κατονομάζω «δι’ άγνοιαν ή λήθην ή πλήθος ονομάτων»( ευχαριστώ τέλος το φίλο μου κ. Ευθύμιο Δ. Τουρνά για τη φιλοξενία και βέβαια τους φίλους μου γενικότερα για τη συμπαράστασή τους σ’ αυτά τα πρώτα μου επιστημονικά καβρουλίσματα (μπουσουλήματα).
Βιβλιογραφία. Allbaugh Leland G. – Soule George, Η Κρήτη, υποδειγματική διά τας υπαναπτύκτους περιοχάς έρευνα του Ιδρύματος Ροκφέλλερ (μτφρ. Γεωργίου Ι. Παυλίδη), έκδ. Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, Αθήναι 1957 (και πρόσφατη ανατύπωση, εκδ. «Τροχαλία», Αθήνα 1997, ISBN 960-7809-10-6). Ανωνύμου, «Αυτή είναι η υγεία στην Κρήτη», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάρτιος 2001, σελ. 3. Ανωνύμου, «Αλόγιστη η χρήση των φυτοφαρμάκων στην Κρήτη», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Απρίλιος 2000, σελ. 25. Ανωνύμου, «Θωρακίζει την υγεία το Κρητικό Τραπέζι ( Τι αποκαλύπτουν στοιχεία ιατρικών ερευνών που παρουσιάστηκαν στο Κρητικό διήμερο των Βρυξελλών», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάιος 2000, σελ. 5. Ανωνύμου, «Κινέζικο Ωροσκόπιο», περιοδικό Magazino, τευχ. 25, Ρέθυμνο Φεβρουάριος-Μάρτιος 2001, σελ. 58-62. Ανωνύμου, «Σημαντικά βοήθησε τα Κρητικά προϊόντα η έκθεση Αγροτικός Αύγουστος 2000», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Σεπτέμβριος 2000, σελ. 9. Ανωνύμου, «Έκθεση κρητικών προϊόντων στο Παρίσι», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Οκτώβριος 2000, σελ. 32. Ανωνύμου, «Η παχυσαρκία απειλεί τους Κρητικούς», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Ρέθυμνο Τρίτη 10.4.2001, σελ. 8. Ανωνύμου, «Κτυπιέται και η σωματοδομή του Κρητικού», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Οκτώβριος 2000, σελ. 32. Ανωνύμου, «Σοβαρές ελλείψεις στα Κέντρα Υγείας της Κρήτης», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάρτιος 2001, σελ. 23 Ανωνύμου, «Οι τερατογενέσεις στα ζώα της Κρήτης», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάρτιος 2001, σελ. 3. Ανωνύμου, «Πλουσιότεροι Κρητικοί οι Χανιώτες. Πρώτος σε αποταμιεύσεις και στο κατά κεφαλή εισόδημα ο νομός Λασιθίου. Πρώτος σε παραγωγή ελαιολάδου ο νομός Ηρακλείου», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Δεκέμβριος 2000, σελ. 35. Ανωνύμου, «Προωθούνται βελτιωτικές παρεμβάσεις στο ΧΥΤΑ Ρεθύμνου», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Ρέθυμνο Σαββατοκύριακο 31.3/1.4.2001, σελ. 1. Ανωνύμου, «Τα αγροτικά ιατρεία», εφημερίδα «Βήμα Ρεθύμνης», Κυριακή 25.3.1956, σελ. 1. Ανωνύμου, «350 παράνομες χωματερές μολύνουν το περιβάλλον της Κρήτης», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Ιούλιος-Αύγουστος 2000, σελ. 11. Αστρινάκη Αντώνη Ε., Νεανικές Υποκουλτούρες, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1991, ISBN 960-02-0922-7. Βενέζη Ηλία, Αιολική Γη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήναι 196925. Βιβυλάκη Δημήτρη Ν., δασκάλου, αντιπροέδρου της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης, Τα Περβόλια του Ρεθύμνου στου κύκλου τα γυρίσματα, Ρέθυμνο 1984. Βιτώρου Γιώργου, Της Κρήτης μας τα σόρδινα, Λαογραφικές Εκδόσεις Εμμ. Αναστασάκη, Αθήνα 19862. Βολανάκη Ιωάννη, «Η βοτανοθεραπευτική στο Αποδούλου Αμαρίου Ρεθύμνης Κρήτης», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου. Βουρδουμπά Γιάννη, «Οι καθαρές τεχνολογίες και τα θερμοκήπια της Κρήτης», περιοδικό «Νέα Οικολογία», τευχ. 101, Μάιος 1993, σελ. 27. Γερωνυμάκη Κανάκη, Σφακιανή Λαογραφία, Αθήνα 1992. Γρατσέα Βαγγέλη, Πείνα, εκδ. «Κνωσός», Αθήνα 1987. Δερμιτζάκη Μπάμπη, Το Χωριό μου, από την αυτοκατανάλωση στην αγορά, εκδ. «Θυμάρι», Αθήνα 1995, ISBN 960-349-006-7. Δημηλά Γιάννη, Παντέρμο ψωμί, εκδ. «Νιάρχος», Αθήνα 1982. Δουλγεράκη Χ., προέδρου Βενιζελείου Νοσοκομείου Ηρακλείου, «Υπηρεσίες υγείας στην Κρήτη και προοπτικές», εισήγηση σε διημερίδα που διοργάνωσε η Περιφέρεια Κρήτης στο Ηράκλειο, 9-10 Μαρτίου 2000, με προσκεκλημένους εκπροσώπους των Κρητικών Σωματείων της Αττικής. Ιροκέζικης Ομοσπονδίας των Έξι Εθνών, Άκου Χλωμοπρόσωπε (μήνυμα των Ιροκέζων στον Δυτικό Κόσμο), μτφρ. Βασ. Παπακριβόπουλου, εκδ. «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα 1991. Καλλέργη Εμμανουήλ Σ., Το ιατρικό-ερωτικό σύνδρομο στην κρητική μαντινάδα, Ρέθυμνο 2000. Καυκαλά Μιχάλη, Οδηγός Κρητικής Μαντινάδας, εκδ. «Βιβλιοεκδοτική/ Αναστασάκη», Αθήνα 1998. Καφάτου Αντώνη, καθηγ. της Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής Παν/μίου Κρήτης, πρόλογος στο Μαρίας και Νίκου Ψιλάκη, Κρητική Παραδοσιακή Κουζίνα – Κρητικόν εδεσματολόγιον, εκδ. «Καρμάνωρ», Ηράκλειο 1995, ISBN 960-7448-06-5, σελ. 13-14. Κλειδή Κώστα, «Το τεράστιο έλλειμμα μεγάλων και μικρών έργων στην Κρήτη», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Μάρτιος 2001, σελ. 9. Κονδυλάκη Ιωάννη, άρθρο στη «Νέα Εφημερίς», Ηράκλειο 15.1.1919. Του ίδιου, Ο Πατούχας, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 1989. Κυριακίδου-Νέστορος Άλκης, προλεγόμενα στην Άγρια Σκέψη του Claude Levi Strauss, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1977. Κωστουράκη Κωνσταντίνου Α., Κοινωνικά Θέματα, Ο Εχθρός – Τα Κεραμιανά, Θεσσαλονίκη 19822. Λαμπιθιανάκη-Παπαδάκη Ευαγγελίας, Λαογραφία Κρήτης, τομ. Β΄, Ηράκλειον 1979, και τομ. Γ΄, Ηράκλειο Κρήτης 1982. Λιονή Χρήστου, [Λαϊκή Θεραπευτική στην επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης] στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου. Μαυρακάκη Γιάννη, Λαογραφικά Κρήτης – Τα Ποιμενικά, Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1985. Μπέγζου Μάριου Π., Δοκίμια Φιλοσοφίας της Θρησκείας, Μεταμοντερνισμός και Εσχατολογία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1988. Νομοθετικό Διάταγμα 67/1968. Νόμος 3487/1955. Νόμος 1397/83. Νόμος 2071/92, Κεφάλαιο Β΄, άρθρο 24, «Αναγνώριση υπηρεσίας υπαίθρου». Οικονομόπουλου Χρίστου Θ., «Τα σαράντα νεραϊδοσφόντυλα στην Ελληνική λαϊκή παράδοση και η ιατρική ερμηνεία τους (Συμβολή στην Ελληνική Λαογραφική Μαιευτική και Μαστολογία και στην Παιδιατρική Λαογραφία)», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου. Παναγιωτάκη Αριστείδου Ε., Η ζωή στο χωριό μου-Τα Ρούστικα, Αθήναι 1972, σελ. 58-60, Παπαδάκη Ειρήνης, Λόγια του Στειακού Λαού, τομ. Α΄, τευχ. α΄ β΄, Αθήναι 1938. Παπαδιαμάντη Αλεξάνδρου, «Η Γυφτοπούλα», στο Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, τομ. Α΄, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1981, σελ. 345-658. Παπαδογιαννάκη Νικολάου Ε. (έκδοση-εισαγωγή-σημειώσεις), Κρητικόν Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα, έκδ. Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2001. Παπαδογιάννη Μανώλη, «Το Νταβέτι – μαγική τελετή στην Κρήτη», περιοδικό Κρητική Εστία, τευχ. 189, Δεκέμβριος 1968, σελ. 539-542. Παπαπέτρου Κωνστ. Ε., Η Ορθόδοξος Απολογητική εις την εποχήν μας, Αθήναι 1971. Παπουτσάκη Τιμοθέου (σήμερα Αρχιεπισκόπου Κρήτης), Η Μονή Κουδουμά και Παρθένιος, ένας σύγχρονος άγιος, 19692 Πατεράκη Μιχάλη, «Θεραπευτικές γητειές της Ανατολικής Κρήτης», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου. Πίτερη π. Ιωάννη, Θαύματα του Τιμίου Σταυρού, Ρέθυμνο 1989. Πιτσιδιανάκη Αννίτας (επιμ.), «Όταν λαός και κλήρος πορεύονται αρμονικά», εφημερίδα. «Ρέθεμνος», Ρέθυμνο Τετάρτη 6.12.2000, σελ. 10-11. Πιτυκάκη Μανώλη, «Ο Κυπιργιώτης», περιοδικό Δρήρος, Μηνιαίο Λαογραφικό-Ιστορικό-Λογοτεχνικό περιοδικό, Νεάπολις Κρήτης, έτος Α΄, 1937-8, σελ. 68-71. Πρατικάκη Γ., τεχνικού συμβούλου ΥΠΕΧΩΔΕ, «Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης, ένας σύγχρονος αυτοκινητόδρομος», εισήγηση σε διημερίδα που διοργάνωσε η Περιφέρεια Κρήτης στο Ηράκλειο, 9-10 Μαρτίου 2000, με προσκεκλημένους εκπροσώπους των Κρητικών Σωματείων της Αττικής. Πετράκη Εμμανουήλ, «Ο Άγιος Γεώργιος ο Απανωσήφης», περιοδικό Κρητικά Χρονικά, τετραμηνιαία επιστημονική έκδοσις, έτος Ι΄, τευχ. 1, Ηράκλειο Κρήτης Ιανουάριος-Απρίλιος 1956. Πρεβελάκη Παντελή, Ο Ήλιος του Θανάτου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήναι 19855. Ράλλη Α.- Ποτλή Μ., Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων των τε Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων και των Ιερών Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, Αθήνησιν 1852, φωτοτυπική ανατύπωσις εκδ. Γρηγόρη, Αθήναι 1966, τομ. Β΄. Ράμφου Στέλιου, Χρονικό ενός καινούργιου χρόνου, εκδ. «Ίνδικτος», Αθήναι 1996, ISBN 960-518-004-9. Ρηγινιώτη Θεόδωρου Ι., «Η «ανακύκλωση» στην παλιά Κρήτη», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Τετάρτη 4.4.2001, σελ. 8. Του ίδιου, «Περί ηθών στα σύγχρονα κρητικά έθιμα», περιοδικό Αναζητήσεις (περιοδική έκδοση Συνδέσμου Φιλολόγων Νομού Ρεθύμνης), τευχ. 7-8, Ρέθυμνο Νοέμβριος 2000, ISSN 1106-4161. Sherrard Philip, Ο βιασμός του ανθρώπου και της φύσεως, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1994, ISBN 960-7217-99-3. Σπυριδάκη Γεωργίου Κ., «Βιβλιογραφία της Κρητικής Λαογραφίας και Γλωσσολογίας (Συγχρόνου Γλώσσης)», Μύσων, Ιστορικόν και Λαογραφικόν περιοδικόν εκδιδόμενον κατά τετραμηνίαν, τομ. Γ΄, Αθήναι 1934, σελ. 30-72, και τομ. Ζ΄, Αθήναι 1938, σελ. 97-129. Σταγάκη Φωτεινής, «Φενγκ Σούι και γεωμαντεία», περιοδικό Magazino, τευχ. 25, Ρέθυμνο Φεβρουάριος-Μάρτιος 2001, σελ. 28-31. Σταυρουλάκη Ανδρέα Σ., Οι Καταχανάδες, Ρέθυμνον 1982. Ταχατάκη Ειρήνης, «Εγκυμοσύνη-Γέννηση-Λοχεία», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου. Τμήμα Περιβαλλοντικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Ρεθύμνης – Κέντρο Περιβαλλοντικής Αγωγής και Ενημέρωσης «Φάλκονας», Απέσβετο και λάλον ύδωρ (Τα 130 κλειστά σχολεία του νομού Ρεθύμνης), Ρέθυμνο 1999. Τμήματος Β1 του 1ου Γυμνασίου Ρεθύμνης (συντον.-επιμ. Κων. Ηλ. Παπαδάκη), Ο Λόφος του Τιμίου Σταυρού της πόλης μας χθες και σήμερα, Ρέθυμνο 1994. Το Τυλιγάδι, έκδοση της εφημερίδας «Κρητικά Επίκαιρα», Αθήνα 1999. Τρατσά Μάχης, «Τα μυστικά της σωστής διατροφής», εφημερίδα «Κρητικά Νέα», Αθήνα Απρίλιος 2000, σελ. 23. Τσαντίλη Δήμου, «Έρημοι της Κρήτης», περιοδικό «νέα Οικολογία», τευχ. 149, Μάρτιος 1997, σελ. 29-33. Του ίδιου, «Η νίκη των σκουπιδιών», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Ρέθυμνο Τρίτη 13.3.2001, σελ. 8. Του ίδιου, «Οι καλοί και οι κακοί ΧΥΤΑ», εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», Ρέθυμνο Τρίτη 20.3.2001, σελ. 8. Τσαντιρόπουλου Άρη, «Οι «μαγικές» θεραπευτικές ιδιότητες και η θέση του «μάγου» στην ορεινή Κεντρική Κρήτη. Η περίπτωση του Ηρακλή Στριλιγκά από τα Λιβάδια Μυλοποτάμου Ν. Ρεθύμνης», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου. Τσαούση Δ. Γ., Κοινωνική Δημογραφία, Κοινωνιολογική Βιβλιοθήκη-Gytenberg, Αθήνα 1986. Τσικριτσή-Κατσιανάκη Χρυσούλας, «Η γηθειά ως μέσον θεραπείας. Συλλογή από γηθειές», στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου. Τσίμπου Κλέωνα – Παπαευαγγέλου Γεωργίου, «Η θνησιμότητα του ελληνικού πληθυσμού κατά αιτία θανάτου: 1960-1990», στο Β. Κοτζαμάνη – Λ. Μεράτου-Αλιμπράντη (επιμ.), Οι Δημογραφικές εξελίξεις στη Μεταπολεμική Ελλάδα, πρακτικά Δημογραφικού Συνεδρίου Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, εκσ. Α.Α. Λιβάνη-«Νέα Σύνορα», Αθήνα 1994, ISBN 960-236-459-9, σελ. 157-169. Τσουρβελούδη Νίκου, «Δηλητηριάσεις από φυτοφάρμακα-Συμπεράσματα μιας έρευνας», περιοδικό «Νέα Οικολογία», τεύχ. 79, Μαίος 1991, σελ. 40-41. Φασατάκη Νίκου, Η Λαογραφία των Μελάμπων Ρεθύμνης (Πνευματική ζωή), έκδ. του Συλλόγου Μελαμπιανών Αθήνας «Οι Τέσσερις Μάρτυρες», Αθήνα 1991, τομ. Α΄. Φασουλά-Ντούνη Αναστασίας, Ανωγειανά 1, Αθήνα 1999. Φραγκάκι Ευαγγελίας Κ., Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης, Αθήναι 1978. Της ίδιας, Συμβολή στα Λαογραφικά της Κρήτης, Αθήναι 1949. Χατζηγάκη Αλ. Κ., Εκκλησίες της Κρήτης, Παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954. Χουρδάκη Μιχάλη (Νίσπητα), «Μάθιασμα: Αποτρεπτικά και θεραπευτικά» και Εμμ. Χαλκιαδάκη, «Η βασκανία (μάτι) στη λαϊκή παράδοση και οι τρόποι αντιμετώπισής της» στα πρακτικά του παρόντος Συνεδρίου. Ψυλλάκη Νίκου, Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, τομ. Α΄, Ηράκλειο 19942, ISBN 960-220-310-2. Ψυχουντάκη Γεωργίου Ν., Αητοφωλιές στην Κρήτη, Χανιά 1962.
Δισκογραφία. Μουντάκη Κώστα, Για πάντα, 480251 MINOS, 1994. Σηφογιωργάκη Σπύρου, Της Ξενητειάς, 40022 Κρήτη, 1977. Ταμπούρη Πέτρου (επιμ.), Το κρητικό τραγούδι στην Αμερική (Cretan Song in America) 1945-1953, FM958, FM RECORDS, 1999.
Κυκλοφόρησε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών-Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ το πολυτελές δίτομο έργο Μουσική Καταγραφή στην Κρήτη 1953-54, Υλικό από την εθνομουσικολογική έρευνα του Samuel Baud-Bovy γενικής επιμέλειας Λάμπρου Λιάβα, εθνομουσικολόγου και αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η εργασία αυτή, αν και αναφέρει ως ημερομηνία έκδοσης το Νοέμβριο του 2006, είναι διαθέσιμη από τις αρχές του 2007 αρχικά από το ίδιο το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και υποθέτουμε σύντομα από τα βιβλιοπωλεία. Πρόκειται για μια πολυτελή έκδοση με 2 τόμους (συνολικά 360 σελίδων) και 2 μουσικά cd με δείγματα από την έρευνα του Ελβετού μουσικολόγου τη δεκαετία του 1950 στην Κρήτη, με εισαγωγικά κείμενα από το Λάμπρο Λιάβα, το Μάρκο Φ. Δραγούμη, τον Bertrand Bouvier και τους υπεύθυνους του Αρχείου Samuel Baud-Bovy στη Γενεύη.
Όπως σημειώνει και ο Λ. Λιάβας στο εισαγωγικό του σημείωμα: «…ο S. Baud Bovy επιδίωξε, με επιστημονική μέθοδο και χωρίς σοβινιστικές προκαταλήψεις, να τοποθετήσει την ελληνική μουσική παράδοση στον ευρύτερο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο όπου ανήκει, αναπτύσσοντας παράλληλα μια σειρά από τεκμηριωμένα επιχειρήματα για τη συνέχεια και την εξέλιξη στους αιώνες όχι μόνο της ελληνικής γλώσσας, αλλά και της μουσικής παράδοσης».
Η έρευνα αρχικά προσπάθησε να επικεντρωθεί στην κεντρική και ανατολική Κρήτη, καθώς είχε προηγηθεί (1953) η επίσκεψη και καταγραφή των τραγουδιών της δυτικής Κρήτης, γνωστών και ως ριζίτικων, που οδήγησε στην έκδοση του τόμου Chansons populaires de Crete Occidentale (έκδοση Μ.Λ.Α. και Mincoff, Γενεύη 1972). Τελικά οι καταγραφείς, πέρα από τους νομούς Λασιθίου (Σητεία, Λιθίνες, Βασιλική, Ιεράπετρα, Κριτσά, Κρούστα, κ.α.), Ηρακλείου (Γέργερη, Γωνιές, κ.α.) και Ρεθύμνου (Ανώγεια, Μελιδόνι, Σπήλι, Ρούστικα), επισκέφτηκαν αρκετές περιοχές του νομού Χανίων, όπως διάφορα χωριά της επαρχίας Σφακίων, αλλά και τους Λάκκους, το Θέρισσο, τα Μεσκλά, τα Παλαιά Ρούματα, τις Λουσακιές, τον Πλάτανο, το Καστέλι, κ.ά.
Ο πρώτος τόμος περιέχει, πέρα από τα εισαγωγικά σημειώματα, το ιστορικό και τη μεθοδολογία της έρευνας με τα κείμενα των συνεργατριών του Baud-Bovy, Αγλαΐας Αγιουτάντη και Δέσποινας Μαζαράκη σχετικά με την προετοιμασία της έρευνας λίγους μήνες πριν και τις εντυπώσεις τους από το πρώτο αυτό ταξίδι, όπως και τις πρώτες εντυπώσεις τους από την κρητική μουσική. Στην (έως σήμερα) ανέκδοτη επιστολή της Μαζαράκη στον Baud-Bovy το 1953 μετά από το ταξίδι της στην Κρήτη διαβάζουμε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κρητική μουσική της εποχής (ορισμένες παρατηρήσεις θα μπορούσαν άνετα να έχουν γραφεί ακόμα και σήμερα!):
«…Η εκλογή σας για να αρχίσουμε από τη Κρήτη ήταν πολύ πετυχημένη από κάθε άποψη. Η Κρήτη όμως είναι απέραντη, έχει τεράστιες ιδιομορφίες και θέλει πολλή, μα πολλή δουλειά. Φτάνει να σας πω ότι τέσσερα χωριά της Ρίζας, δηλ. στους πρόποδες της Μαδάρας (Λευκά Όρη), που απέχουν το ένα με τʼ άλλο μισή ώρα με τα πόδια και που δύο απ’ αυτά αποτελούν μια κοινότητα, είχαν αισθητή διαφορά στους σκοπούς των τραγουδιών που τραγουδούσαν και διασώζονται. […]
Τα ριζίτικα, τα τραγούδια της τάβλας δηλαδή, αρχίζουν να εξαφανίζονται. Δύσκολα βρίσκεις ανθρώπους κάτω από τα 45 χρόνια να τα τραγουδούν καλά. Όλοι αναγνωρίζουν ότι μόνο οι γέροι τα ξέρουν καλά, με τον «ήχο». Επικρατεί ο δεκαπεντασύλλαβος σε όλα τους σχεδόν τα τραγούδια και τα παλιά ιστορικά σώζονται μόνο στη μνήμη γέρων από 70-75 χρονών και πάνω. Τα τραγουδούν «χύμα» καθώς λεν, δηλαδή σʼ έναν ορισμένο σκοπό που παραλλάσσει από περιοχή σε περιοχή. Αυτά που σας γράφω συμβαίνουν στον νομό Χανίων και κυρίως στην επαρχία Κυδωνίας και Σφακιών. Σ’ αυτήν επικρατούν τα τραγούδια της τάβλας, τα ριζίτικα. Στα γλέντια τους, πού ʼναι κυρίως γάμοι και βαφτίσια, περνούν τον περισσότερο, για να μην πω όλον, τον καιρό τραγουδώντας. Χορεύουν λίγο Οι καλοί «γλεντιστάδες», αυτοί δηλ. που ξέρουν τα τραγούδια καλά, χαίρουν ιδιαίτερη εκτίμηση. Αρχίζει ένας το τραγούδι και μετά το παίρνει όλη η συντροφιά. […]
Σ’ αυτές τις περιοχές όργανα σχεδόν δεν υπάρχουν. Όταν θέλουν όργανα, παραγγέλνουν από την Κίσσαμο που φημίζεται για τους οργανοπαίχτες της και τα θαυμάσια κρασιά της. Έχει τέτοιο κρασί, που μόνο το κόκκινο χρώμα του να βλέπατε θα ευχόσαστε να μπορούσατε να πιείτε όλο το βαρέλι. Όταν σε ένα χωριό ρωτήσεις για τον τραγουδιστή που είναι καλός στα ριζίτικα θα σου πουν: ήταν ο τάδε μακαρίτης, αυτός μόνο τα ήξερε… Τα λέει τώρα κι άλλος, αλλά εκείνος ήταν!.. Και τώρα ως προς τα όργανα. Η ασκομαντούρα (ασκί), το θιαμπόλι (φλογέρα) και η λύρα [σ.σ.: εννοεί το λυράκι] μπορούμε να πούμε ότι έχουν εξαφανιστεί. Με δυσκολία βρίσκουμε κανέναν πολύ γέρο ή παιδί μικρό που να παίζει μʼ αυτά. Η λύρα η παλιά με τα γερακοκούδουνα φαίνεται ότι παίζεται ακόμα στη Σητεία, όπου παίζεται με συνοδεία νταουλιού –αυτά θα σας τα γράψει η Αγλαΐα. Στο Ηράκλειο παίζανε άλλοτε τη λύρα μόνη της, με μοναδική συνοδεία τα γερακοκούδουνα τον δοξαριού της. Τώρα όμως η λύρα αντικαταστάθηκε από τη βιολόλυρα, που παίζει με τη συνοδεία λαούτου, μαντόλας ή μαντολίνου. Σε πολλά κομμάτια το λαούτο κάνει ακομπανιαμέντο. Αυτός ο συνδυασμός είναι πολύ κακόγουστος, για μένα. Τα Κρητικά κομμάτια, συρτά πεντοζάλης κ.λ.π., χάνουν αφάνταστα στο λαούτο. Τώρα η βιολόλυρα που επικρατεί στην περιοχή Ρεθύμνης και Ηρακλείου πάει να αντικατασταθεί από τα βιολιά που έχουν εισχωρήσει στην περιοχή Κίσσαμου. Εκεί άρχισε να εισχωρεί και το κλαρίνο. […]
Επίσης με γοργό ρυθμό χάνονται οι παλιοί χορευτικοί σκοποί και αρχίζουν να επικρατούν οι καινούργιοι που βγάζει ο Κουτσουρέλης –ένας παραφουσκωμένος από εγωισμό λαουτιέρης– και κάτι άλλοι παρόμοιοι. Παίρνουν μικροτράγουδα στερεοελλαδίτικα που τα κρητικοποιούν, τους κολλούν και ένα όνομα ενός χωριού και αυτά τα κυκλοφορούν. Γιʼ αυτό η γνώμη μου είναι ότι πρέπει πάση θυσία να μαγνητοφωνήσουμε τους 2-3 λυράρηδες που η ηλικία τους κυμαίνεται από 65-89 χρονών, προτού πεθάνουν. Φοβάμαι πως, αν θελήσουμε να πούμε ότι κάναμε την Κρήτη, δε θα μας φτάσει η μια αποστολή του Πάσχα, αλλά θα πρέπει να γίνει και δεύτερη σε πολύ σύντομο διάστημα, προτού πεθάνουν οι ήδη λιγοστοί γέροι. Όσο για τη μαγνητοφώνηση των τραγουδιών, πιστεύω πως θα πρέπει να πάρουμε το ίδιο τραγούδι όχι μόνο από 2 ή 3 τραγουδιστές του ίδιου χωριού αλλά πολλών χωριών, για να μπορέσουμε να ξεκαθαρίσουμε ποιος ήχος είναι ο σωστός του ήχος. […] Υ.Γ. Ξέχασα να σας γράψω ότι στη δουλειά μας θα μας βοηθήσει η αφάνταστη αγάπη και κατανόηση του πληθυσμού, αλλά θα μας δυσκολέψει ίσως ο εγωισμός μερικών ερασιτεχνών διανοουμένων ντόπιων, που κινούνται από έναν κενό τοπικιστικό δήθεν πατριωτισμό. Αυτά όμως θα τα πούμε προφορικά…»
Στη συνέχεια έχουμε την περιγραφή από τον ίδιο τον Baud-Bovy της έρευνας και των εντυπώσεών του από αυτή με αρκετά εντυπωσιακά σχόλια που επιβεβαιώνουν τα όσα ανέφερε στην επιστολή της η Δ. Μαζαράκη. Το επόμενο κεφάλαιο περιέχει μια σειρά από κείμενα του ερευνητή με συμπεράσματα από τις έρευνες και τις καταγραφές που αφορούν τους σκοπούς της ρίμας και του Ερωτόκριτου, των κρητικών νανουρισμάτων, των κρητικών τραγουδιών του γάμου, των κρητικών μοιρολογιών, των μουσικών οργάνων που συνάντησε (και ειδικότερα της λύρας, που, όπως επισημαίνει, επέζησε της επέλασης του βιολιού στον ελλαδικό χώρο), αλλά και συγκεκριμένα κείμενα για χορούς, όπως το Χανιώτικο συρτό και τη διαφοροποίηση του από τους υπόλοιπους νησιώτικους συρτούς, τον (ρεθυμνιώτικης καταγωγής, όπως αναφέρει) Πεντοζάλη, τον Πηδηχτό χορό και τις παραλλαγές του (Καστρινό, Λασιθιώτικο, Μεσαρίτικο κ.λ.π.) και το ρυθμό ορισμένων κρητικών τραγουδιών, με κείμενα που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Τέλος το βιβλίο κλείνει με μια παράθεση της βιβλιογραφίας που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα.
Στο δεύτερο βιβλίο περιλαμβάνονται οι παρτιτούρες και οι στίχοι των καταγραφών που περιέχονται στους δίσκους ψηφιακούς δίσκους (cds) που συνοδεύουν την έκδοση σε επιμέλεια του διευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Μάρκου Φ. Δραγούμη και του Θανάση Μωραΐτη. Εδώ να σημειώσουμε ότι μας χαροποίησε ιδιαίτερα ότι μία από τις πηγές που βοήθησε τους επιμελητές της έκδοσης στην απόδοση κάποιων λέξεων που χρησιμοποίησαν οι τραγουδιστές ήταν το Κτηνοτροφικό Λεξικό (α΄ έκδοση του Συλλόγου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσηστη Γέργερη Ηρακλείους Ρεθύμνου το 1998, με επιμέλεια των τελευταίων μαθητών του δημοτικού σχολείου του χωριού και του δασκάλου τους Γεωργίου Πολάκη) που περιέχεται στο βιβλίο «Το χωριό μας» του Πολιτιστικού Συλλόγου Χαρκίων, εκδ. 2004, στου οποίου την έκδοση ως μέλος του συλλόγου συνέβαλε και ο γράφοντας.
Εντυπωσιακές τουλάχιστον θα χαρακτηρίζαμε τις φωτογραφίες που συνοδεύουν την έκδοση. Φωτογραφίες ιδιαίτερα «δυνατές» μιας Κρήτης, που ήδη από τη δεκαετία του 1950 έδειχνε αργά αλλά σταθερά να «δύει». Οι περισσότερες από αυτές φαίνεται να είναι του Manuel Baud-Bovy, γιου του Samuel, που συνόδευε τον πατέρα του στην έρευνά του.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας στο έργο αυτό με δυο λόγια του Λάμπρου Λιάβα που το επιμελείται:
«Το έργο του Samuel Baud-Bovy είναι πρότυπο και πρωτοπόρο όχι μόνο στον τομέα της έρευνας, ανάλυσης και θεωρίας της ελληνικής μουσικής αλλά και γενικότερα στο χώρο της εθνομουσικολογικής επιστήμης. Ελπίζουμε ότι οι προσπάθειες για μια συστηματική δημοσίευση και ανάδειξη του, που έχουν αρχίσει τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γενεύη, καρπό των οποίων αποτελεί και η παρούσα έκδοση, θα συντελέσουν ώστε να το καταστήσουν προσιτό στην επιστημονική κι εκπαιδευτική κοινότητα καθώς και στο πλατύτερο μουσικόφιλο κοινό».
Και ήδη άργησε (η καταγραφή και ανάδειξη του) θα συμπλήρωνα εγώ…
Χρησιμοποιώντας το Rethemnos.gr συμφωνείτε με τους όρους χρήσης και την δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων. Παρακαλώ επισκεφθείτε τη σχετική σελίδα μας Πολιτική Cookies – Προστασία δεδομένων για περισσότερες πληροφορίες.