ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Πύλες των Βενετσιάνικων Τειχών του Ρεθύμνου που έδωσαν το όνομα τους σε συνοικίες (1)

Κατά τον Εμμανουήλ Λαμπρινάκη ο δήμος Ρεθύμνου κείται στο μέσον τής βόρειας παραλίας τής επαρχίας και αποτελείται από την ομώνυμη πόλη και τα προάστια.

Η πρωτεύουσά του είναι το Ρέθυμνο, τειχισμένο με βενετικό φρούριο, που έχει τρεις πύλες: αυτήν τής Άμμου (Kum Kapi), τη Μεγάλη Πόρτα και την Καινούρια (Πόρτα) [=Yeni Kapi ή Μαρμαρόπορτα ή του Στρατώνος [Κισλά (τουρκ. kişla= στρατώνας)].

Υπήρχε, βέβαια, και μία τέταρτη πύλη, η Πύλη Squero[1], στη δυτική πλευρά τού τείχους, όπου σήμερα ο περιφερειακός δρόμος, εντελώς, πάντως, δευτερεύουσα, που χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς και μόνο λόγους. Η πύλη, πάντως, αυτή, σύμφωνα με τον Gerola, προβλεπόταν με το σχέδιο Crema, αλλά είναι άγνωστο αν κτίστηκε ποτέ[2].

1. ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ (ΑΜΜΟΣ ΠΟΡΤΑ)

Α. ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ Kum Kapi (Άμμος Πόρτα)

Τουρκ. kum (= άμμος) + kapi (= πόρτα)= Άμμος Πόρτα.

Έτσι ονομαζόταν επί Τουρκοκρατίας- από την εν λόγω «Πόρτα τής Άμμου»- και η συνοικία, γενικότερα, που βρισκόταν στο τμήμα αυτό τής Αμμουδιάς, όπου υπήρχε η ανατολική είσοδος τού τείχους τής πόλης (δηλαδή η ευρύτερη περιοχή γύρω από τη σημερινή πλατεία Αγνώστου Στρατιώτου).

H συνοικία αυτή μάς είναι γνωστή, ήδη, από το έτος 1658[3]. Επί Ενετοκρατίας, η εν λόγω περιοχή (Kum Kapi της Τουρκοκρατίας) εντασσόταν στην ευρύτερη περιοχή που ακουγόταν ως Sabbionara (ή Sabbionera), λόγω του ότι βρισκόταν στην περιοχή τής αμμουδιάς (από βεν. sabbia= άμμος). Ενώ, πολύ αργότερα, στα τέλη τής Τουρκοκρατίας (1886- 1888), σε συμβολαιογραφικές πράξεις, η συνοικία Άμμος Πόρτα (ή Κούμ- Καπί) σημειώνεται και ως Σεπέρια[4] («αγρού κειμένου έξωθι τής πόλεως Ρεθύμνης, κατά την θέσιν Άμμου Πόρταν ή Σεπέρια, γνωστού υπό το όνομα τού «Σιράγα Περιβόλι»[5]).

Τόσο η «Μεγάλη Πόρτα» όσο και η «Πόρτα τής Άμμου», των τειχών τής πόλης τού Ρεθύμνου, άνοιγαν τα ξημερώματα και έκλειναν το βράδυ, ενώ η τρίτη Πύλη, η Μαρμαρόπορτα, άνοιγε και έκλεινε μόνο για στρατιωτικούς σκοπούς. Τα θυρόφυλλά τους ήταν ξύλινα με μεταλλική εξωτερική επένδυση, όπως φτιάχνονταν τότε οι περισσότερες καστρόπορτες. Στο γείσο της τελευταίας εικονιζόταν ένα λιοντάρι κολλημένο πάνω στο γδαρμένο οικόσημο[6].

Στη συνοικία Kum Kapi (Άμμος Πόρτα), επί Τουρκοκρατίας, βρισκόταν το αχτάρικο κάποιου Μερτζάνη («αχτάρικο» ήταν το μαγαζί όπου πουλούσαν μπαχαρικά και πρακτικά φάρμακα και «αχτάρης» ονομαζόταν ο πωλητής αυτών)[7]. Από τον Ποιητή τού Ρεθύμνου Γ. Καλομενόπουλο επιβεβαιώνεται το παραπάνω τουρκικό οικογενειακό, το οποίο, μάλιστα, ακόμα και στις αρχές τού 20ου αιώνα συνέχιζε να απαντά στο Ρέθυμνο[8].

Σε Διάταξη τής Κρητικής Πολιτείας [Ημερ. Διάτ. αρ. 25, παράγρ. 11 (29/3/1899)], την οποία υπογράφει ο Θεόδωρος Δε Χιόστακ, προβλέπεται η κατεδάφιση αυτής της ανατολικής Πύλης τής πόλης (Πόρτας τής Άμμου), προκειμένου η πόλη να επεκταθεί «προς το χωρίον Περιβόλια»[9]. Η κατεδάφιση τού μνημείου προσέλαβε πανηγυρικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται από τη γνωστή φωτογραφία τού αρχείου τού Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνου (I.Λ.Μ.Ρ), του έτους 1898[10].

Β. ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Έτσι, ως «Άμμος Πόρτα», αλλά και με το τουρκικό όνομά της, ως «Κουμ Καπί», ακουγόταν η σημερινή πλατεία και η γύρω περιοχή γενικότερα, στη συγκεκριμένη «πόρτα» τού Βεντσιάνικου τείχους, μέχρι και το έτος 1930, που ονομάστηκε «Πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη», λόγω, ακριβώς, του ομώνυμου Ηρώου, που στήθηκε σε αυτήν στις 9/11/1930, με την ευκαιρία τού εορτασμού τής τακτικής επετείου τής Αρκαδικής Εθελοθυσίας και της Εκατονταετηρίδας τής Ελληνικής ανεξαρτησίας (1830-1930).

Για την κατασκευή τού μνημείου συστάθηκε ερανική επιτροπή, με πρόεδρο τον Μάνο Τσάκωνα. Γλύπτης ο Δ. Ν. Περάκης[11]. Πιο πριν από το έτος αυτό, είχε διατυπωθεί πρόταση από την εφημερίδα τού Ρεθύμνου «Κρητική Επιθεώρηση»- που, τον καιρό εκείνο, διατηρούσε τα Γραφεία της στην εν λόγω πλατεία- να ονομαζόταν πλατεία «Αρκαδίου»[12], ενώ διατυπώθηκε και η άποψη το ηρώο τού «Αγνώστου Στρατιώτη» να στηνόταν στον χώρο μπροστά από το Γυμνασιακό Παρθεναγωγείο, δηλαδή στη σημερινή πλατεία «Τεσσάρων Μαρτύρων»[13], όπου σήμερα έχει στηθεί ο ανδριάντας τού Κωνσταντίνου Γιαμπουδάκη.

Όπως, περαιτέρω, ο αείμνηστος συμπολίτης αρχιτέκτονας Γιάννης Σπανδάγος είχε παρατηρήσει από την πρώτη, κιόλας, στιγμή τής δημιουργίας του, ο ανδριάντας τού στρατιώτη τού ηρώου είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Αφενός, γιατί φορά στολή τού γαλλικού στρατού (και γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε «Γάλλος») κι αφετέρου γιατί οι Ρεθυμνιώτες ήθελαν ένα μνημείο με αναφορά σε τοπικούς αγώνες και θυσίες και πιο συγκεκριμένα στην Αρκαδική εθελοθυσία[14]. Εξάλλου, να σημειώσουμε ότι ούτε καλλιτεχνικά αξίζει ιδιαίτερα το εν λόγω μνημείο.

Πάντως, ακόμα και το έτος 1936, η πλατεία, παρότι τον καιρό εκείνο ήταν το τέρμα των μεγάλων οδικών αρτηριών που έφθαναν από το Ηράκλειο, τον Μυλοπόταμο, το Αμάρι και την Ι. Μονή Αρκαδίου στο Ρέθυμνο και διέθετε το μοναδικό κόσμημα τής πόλης, τον ανδριάντα τού «Αγνώστου Στρατιώτη», όμως συνέχιζε να παραμένει αδιαμόρφωτη και ένας σωστός σκουπιδόλακκος, μεγάλη ασχήμια για την πόλη. Στο προς την παραλία, μάλιστα, τμήμα της ρίχνονταν μονίμως με τα κάρα τής εποχής σκουπίδια, λίθοι, πλίνθοι και κάθε είδους ακαθαρσίες, ώστε, συχνά, να διαμαρτύρονται οι πάροικοι και οι τοπικές εφημερίδες[15].

Κέντρο δραστηριότητας τής περιοχής, τα προκατοχικά και μετακατοχικά χρόνια, υπήρξε το καφενείο «Κύμα», που λειτούργησε και ως σταθμός και πρακτορείο των προαναφερθέντων λεωφορείων, που εξυπηρετούσαν τον Μυλοπόταμο, ενώ γι’ αυτά τού Αμαρίου ως πρακτορείο λειτούργησε, στην ίδια πλατεία, το σημερινό εστιατόριο τού «Κόκκινου».

____________________________

[1] Έτσι, ονομαζόταν το μικρό ναυπηγείο (squero= μικρό ναυπηγείο), που βρισκόταν στο δυτικό άκρο τής πόλης, στη σημερινή Σωχώρα, κάπου μεταξύ προμαχώνα τού Καλλέργη και της Φορτέτσας [Ιωάννας Στεριώτου, Οι Βενετικές οχυρώσεις τού Ρεθύμνου (1540-1646), Συμβολή στη φρουριακή αρχιτεκτονική τού 16ου και 17ου αιώνα, Αθήνα 1979, σχέδ. VII].
[2] Ιορδάνη Ε. Δημακόπουλου, Τα σπίτια τού Ρεθέμνου, Αθήνα 1977, 58. Πβ. και Ιωάννα Στεριώτου, Οι Βενετικές οχυρώσεις τού Ρεθύμνου (1540-1646), Συμβολή στη φρουριακή αρχιτεκτονική τού 16ου και 17ου αιώνα, Αθήνα 1979, τ. Α’, 248, 260.
[3] Νικολάου Σ. Σταυρινίδη, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, τ. Α΄ (1657- 1672), Ηράκλειον Κρήτης 1986, πρ. 51, σ. 34.
[4] Σεπέρια ονομάζονταν οι αμμοθίνες (= αμμώδεις λόφοι) που υπήρχαν στην παραλιακή περιοχή, ανατολικά τής πόλης (Καλλιθέα- Περιβόλια και ανατολικότερα).
[5] Υποθηκοφυλακείο Ρεθύμνης, Δήμος πόλεως Ρεθύμνης, Βιβλίο Υποθηκών 1886- 1888, τ. 3, πρ. α/α 368, σελ. 43, Γ.Α.Κ. Νομού Ρεθύμνου. Η εν λόγω περιοχή πρέπει να αφορά σε θέση στον παραλιακό δρόμο, περί το σημερινό «Λιμενικό Ταμείο», όπου και στις μέρες μας συνεχίζουν να υπάρχουν περιουσίες τής εν λόγω ρεθεμνιώτικης οικογένειας.
[6] Ανδρέα Νενεδάκη, Οι Βουκέφαλοι, Αθήνα 1991, 7.
[7] Βλ. στον Μαν. Α. Παπαδογιάννη, «Μια σπάνια μαρτυρία για το Ρέθεμνος τού 1740», Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 36 (Οκτ. – Δεκ. 1983), 320, σημ. 13.
[8] Γ. Καλομενόπουλου, Ποιήματα, Ρέθυμνο1964, 237, όπου υπάρχει τραγούδι με τίτλο: «Η τιμωρία τού Μερτζάνη».
[9] Γ. Ζ. Παπιομύτογλου, Ημερήσιες Διατάξεις τής Ρωσικής Διοίκησης στο Ρέθυμνο, Ρέθυμνο 2007, 245.
[10] Βλ. την εν λόγω φωτογραφία στον Γ.Π.Εκκεκάκη, Πληροφορίες και βιώματα τού M.J. Tancoigne από την Κρήτη τού 1811- 1814, Ρέθυμνο 2008, 107, όπου, σε αυτήν ίδια σελίδα, δημοσιεύεται και άλλη φωτογραφία (από το αρχείο Γ.Π.Ε.) τής εν λόγω ιστορικής πύλης, που πρόλαβε, ευτυχώς, ομάδα Γάλλων περιηγητών να φωτογραφίσει πριν την κατεδάφισή της.
[11] Βλ. σχετικά Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Γλυπτά και Ενεπίγραφες Πλάκες τού Ρεθύμνου, Έκδοση 1ου Γυμνασίου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2000, 26-27. Επίσης, Εφημερίς των Συζητήσεων 13-11-1930, όπου καταγράφεται όλο το ιστορικό των αποκαλυπτηρίων τού μνημείου και δημοσιεύεται η ομιλία τού Π. Τσάκωνα, Προέδρου των Εφέδρων Αξιωματικών Ρεθύμνου και Κρητική Επιθεώρησις 13-11-1930.
[12] Κρητική Επιθεώρησις τής 12/3/1926. Βλ. και Κρητική Επιθεώρησις τής 10/3/1930.
[13] Κρητική Επιθεώρησις τής 11/8/1929.
[14] Πβ. την πρόταση τής εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρηση», που σημειώσαμε αμέσως παραπάνω.
[15] «Προς Εξωραϊσμόν», Κρητική Επιθεώρησις 4-1-1934, με την οποία προτείνεται η ασφαλτόστρωση τής πλατείας και ο καθαρισμός της, «Η πλατεία Ηρώων», Κρητική Επιθεώρησις 11-1-1934 και «Αφόρητος κατάστασις», Κρητική Επιθεώρησις 15-8- 1936.

Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, ret-anadromes.blogspot.com