ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΙΜΙΣΑΚΟΓΙΩΡΓΗΣ

Ηλιάννα Λυκούδη, Θυμάμαι – Της Κρήτης ποιήματα

lykoudiΑυτός είναι ο τίτλος του υπέροχου βιβλίου με στιχουργήματα της Ηλιάννας Λυκούδη που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία την Δευτέρα στο σπίτι του πολιτισμού στο Ρέθυμνο.

Το βιβλίο έχει εκδοθεί από τις εκδώσεις Γαβριηλίδη και υπάρχει στα βιβλιοπωλεία Κλαψινάκη, αλλά και άλλα σημεία πώλησης.

Η Ηλιάννα Λυκούδη είναι μια γλυκιά κοπέλα που κατάγεται από την Κεφαλονιά από την πλευρά του πατέρα της και την Κοξαρέ από την πλευρά της μητέρας της η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο ώστε να αγαπήσει την Κρήτη και την κρητική μουσική από την τρυφερή ηλικία των παιδικών της χρόνων.

Η Ηλιάννα που γεννήθηκε στο Σικάγο θυμάται να ξυπνά με πλημυρισμένο το σπίτι τους από την κρητική μουσική που άκουγε η μητέρα της. Ο Σκορδαλός, ο Μουντάκης, ο Κλάδος, ο Γεράσιμος, ο Σηφογιωργάκης ο Κακλής, ο Μανιάς και άλλοι μεγάλοι μουσικοί και τραγουδιστές της Κρήτης της έγιναν τόσο οικείοι ώστε νόμιζε πως ήταν συγγενείς τους.

Μπήκε λοιπόν στην τρυφερή ψυχούλα της η κρητική μουσική, η μαντινάδα και η αγάπη για την Κρήτη, τα ήθη και τα έθιμα και όταν μετακόμισαν στην Αθήνα περίμενε πως και πώς να κατέβει τα καλοκαίρια στην Κοξαρέ αλλά και στο Μιξόρουμα που είναι το χωριό της γιαγιάς της να γευτεί από κοντά όλα αυτά και κυρίως την αγάπη και την φιλοξενία των συγγενών και συγχωριανών.

Θυμάται να προσπαθεί να μάθει λύρα κάνοντας μαθήματα στον αείμνηστο λυράρη Γιάννη Σκαλίδη και στη συνέχει στον Μάνο Πυροβολάκη, να χορεύει σε κρητικούς συλλόγους της Αθήνας, να συχνάζει σε κρητικά μαγαζιά απολαμβάνοντας την κρητική μουσική και τον χορό. Θυμάται να γράφει στίχους και μαντινάδες εκφράζοντας τα συναισθήματα της πράγμα που συνεχίζει μέχρι σήμερα αφού έχει γίνει πλέον τρόπος ζωής. Το επάγγελμα της είναι οδοντοτεχνίτης έχει όμως παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής στο Ωδείο Φίλιππος Νάκας και στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών όπου τελείωσε Αρμονία. Το 2007 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της στις εκδώσεις Γαβριηλίδη με τίτλο “Μην κάνεις ζαβολιές’”.

Από το 1994 συνεργάζεται με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως είναι ο Γεράσιμος και ο Στέλιος Σταματογιαννάκης, ο Μιχάλης Τζουγανάκης ο Μάνος Πυροβολάκης, η Γεωργία Νταγάκη, ο Αντώνης Μιτζέλος και άλλοι. Ο στίχος της έχει άρωμα Κρήτης χωρίς πάντα να περιέχει λέξεις της κρητικής διαλέκτου. Άλλωστε όπως καταλάβατε η κρητική διάλεκτος δεν είναι βίωμα της και προτιμά να γράφει στην γλώσσα που είναι οικεία σε αυτήν. Η φαντασία η πρωτοτυπία, η ευρηματικότητα και το ολοκληρωμένο νόημα υπάρχουν στα στιχουργήματα της και την καθιστούν μια από τις καλύτερες στην Κρήτη. Αυτό που την κάνει ξεχωριστή είναι η ειλικρίνεια της η αγάπη για τον συνάνθρωπο, η κοινωνικότητα της, ο αυθορμητισμός και η ευγένεια της.

Τα τελευταία χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στο Ρέθυμνο, είναι μέλος της Ρεθεμνιανής παρέας που προβάλουν τον κρητικό χορό, τα ήθη και έθιμα της Κρήτης με μια διαφορετική προσέγγιση και αισθητική.

Η Ηλιάννα νιώθει ευτυχισμένη που έχει πολλούς και καλούς συγγενείς, φίλους και φιλενάδες, αλλά πετάει στον έβδομο ουρανό όταν βλέπει και απολαμβάνει τον μονάκριβο γιό της Βαγγέλη να παίζει λαγούτο που τόσο αγαπά. Το μήλο βλέπετε πέφτει κάτω από την μηλιά. Το καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου φιλοτέχνησε η ζωγράφος Ζάννα Αρτέμη ενώ σημαντική βοήθεια από το αρχικό έως το τελικό στάδιο του βιβλίου προσέφερε η καλή της φίλη και σπουδαία επίσης στιχουργός Βούλα Χανιωτάκη – Μπαστάκη.

Παραθέτω ένα ελάχιστο δείγμα του περιεχομένου του βιβλίου το οποίο δεν χρειάζεται να πω ότι πρέπει σήμερα κιόλας να το αγοράσετε για να σας ταξιδέψει στα μονοπάτια της κρητικής ποίησης και να γαληνέψει την ψυχή σας.

Με μανιασμένα κύματα αγάπη μου τα βάνω
κι εσύ στην ίδια θάλασσα κι ούτε ρωτάς τι κάνω.

Μεγάλη μου ανηφοριά εβγήκα στην κορφή σου
κι όμως δεν ήθελες να δω καμιά ανατολή σου.

Δυο σκαλοπάτια μείνανε να σου ξελησμονήσω
πατώ το ένα, δεν μπορώ το άλλο να πατήσω.

Γονατιστή μέσα στου νου το ταπεινό ξωκλήσι
κρέμασα την εικόνα σου στην ακριβή μου ζήση.

Εγώ ζηλεύω του ξερού δεντρού που στέκει ακόμα
και καρτερεί την άνοιξη ολόκληρο χειμώνα.

Αγαπητή Ηλιάννα σου εύχομαι καλοτάξιδο το νέο πνευματικό παιδί σου καθώς επίσης να έχεις την υγειά σου και την δημιουργική φλόγα να συνεχίζεις.

Κλείνοντας σου αφιερώνω μια μαντινάδα:

Είσαι ψηλά, πολύ ψηλά, μα χαμηλά ξανοίγεις
από τη στράτα τσ’ αθρωπιάς και τση τιμής μη φύγεις.

Γιώργος Σηφάκης (Σιμισακογιώργης)