ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Συλλογή από Κρήσσες Διηγήσεις -Β-

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
matprin5758@gmail.com

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ

Μια βολά μια ανύπαντρη γεννά ένα κοπέλι και ντελόγο[1] το χώνει[2] σ’ ένα βάτο.

Θωρεί τηνε γείς αετός και παίρνει το στη φωλέ του, απου ‘τανε στη κορφής ενιούς κυπαρισσού.

Εκειά το τάιζε μέχρι απού μεγάλωσε κ’ έγινε μια ωραία κοπελούδα.

Ένα βασιλόπουλο βγήκε στο κυνήγι, περνά απού το δάσος, θωρεί τη κοπελιά, αρέσει του και της κάνει[3] :

«Κατέβα να μιλήσομε!»

«Όϊ δε κατεβαίνω, φοβούμαι σε!»

Στην υστεριά γαέρνει το παλάτι στενοχωρημένο, το θωρεί η λάλα του και του κάνει:

«Ίντα ‘χεις καμάρι μου κι είσαι συννεφιασμένο;»

Τσί λέει τα καθέκαστα, αυτή κατάλαβέ το πόθο ντου και κάνει του:

«Τη ταχυνή θα δράμομε[4] οθέ[5] το δάσος να μου δείξεις τη κοπελιά κι εγώ θα σου τηνε κατεβάσω!»

Τη ταχυνή[6], το λοιπός, φορτώσανε σ’ ένα χτήμα[7]ένα τσουβάλι αλεύρι, μια σκάφη και νερό. Φτάξανε στο κυπαρίσσι και τα ξεφορτώξανε. Το βασιλόπουλο χώστηκε εκειά κοντά. Η γρέ βάνει τη σκάφη μπούμπουρα[8],χύνει το μισό αλεύρι απάνω και ρίχνει νερό να ζυμώσει.

Τηνε θωρεί η κοπελιά και τσι κάνει:

«Ίντα κάνεις, γιαγιά, δε θωρείς απού ‘χεις τη σκάφη μπούμπουρα και φκαιρέζεται[9] η ζύμη χάμε;»

«Ίντα ‘χω μάθια για να δω παιδί μου, η κακοροίμαλη[10];»

«Στάσου γιαγιά να κατεβώ να σου ζυμώσω!»

Με το που κατεβαίνει, σιμώνει το βασιλόπουλο, την αρπά, τηνε βάνει στ’ άλογο του, τηνε φέρνει στο παλάτι και τηνε πήρε γυναίκα ντου.

Περάσανε τα χρόνια κι απόθανε η γιαγιά. Το βασιλόπουλο ήτονε ορφανό από μάνα, μα είχε μητρυιά. Μιάν εποχή έγινε πόλεμος και πήγε να πολεμήσει. Άφηκε τη γυναίκα ντου μοναχή με τη μητρυιά ντου.

Αυτή ζήλευγε κι έβαλε τον αράπη, απού τονε υπηρέτης τση, να πάρει τη κοπελιά στ’ αόρη και να τηνε καταλύσει[11]. Του παράγγειλε να τση φέρει το σκώτι και το δακτυλάκι τζη.

Ο Αράπης λυπήθηκε τη κοπελιά τση κόψε μοναχά το δακτυλάκι, σκότωσε μια σκύλα και πήρε το σκώτι τζη, έφτιαξε μια άρκλα[12]κι έγραψε το’ όνομα τζη σε μια πλάκα. Στη υστεριά βρήκε ‘να βοσκό και τ’ άφηκε τη κοπελιά. Γιάγειρε στο παλάτι κι έδωσε στη μητρυγιά ότι του ‘πε να τση φέρει.

Γιάγειρε από το πόλεμο το βασιλόπουλο, έμαθε πως ήτονε αποθαμένη η γυναίκα ντου και δε παρηγοράτονε, μα άλλη δεν ήθελε να πάρη. Φώνιαζε, μόνο, κοπελιές του τόπου του να λένε τραγουδάκια να περνά την ώρα ντου.

Κάλεσε και το γέρο με τη βασιλοπούλα.

Λέει του η κοπελιά :

Ατζός ήτανε ο πόδας μου,

Ο βάτος η μαμή μου,

Ο αετός με πήρε,

Στον κυπάρισσο μ’ ανέβασε,

Η γραία με κατέβασε,

βασιλόπουλό με πήρε,

στ’ άλογο του με καβαλίκεψε,

γυναίκα του με πήρε.

Ντελόγο κατάλαβε πως ήτονε η γυναίκα ντου, ρωτά ίντα ‘γινε, του λένε και δικάζει τη μητρυγιά του σε αλογόσερμα μέχρις να καταλυθεί.


[1] Αμέσως.

[2] Κρύβει.

[3] Λέει.

[4] Πάμε.

[5] Προς,

[6] Την επαύριον το πρωί.

[7] Ζώο.

[8] Ανάποδα.

[9] Αδειάζετέ

[10] Δύστυχη

[11] Σκοτώσει.

[12] Τάφο.